Γερμανία: Όλοι εναντίον όλων στον κυβερνητικό συνασπισμό
Το εγχείρημα ήταν ούτως ή άλλως δύσκολο. Τρία κόμματα με διαφορετικές καταβολές και ατζέντες, με μοναδικό σημείο επαφής τη φιλοδοξία να επιβιώσουν, να κυβερνήσουν και να εγγράψουν υποθήκες για το μέλλον. Δεκαπέντε μήνες μετά τον σχηματισμό της, η πρώτη τρικομματική ομοσπονδιακή κυβέρνηση θυμίζει πεδίο μάχης. Νομοσχέδια που ακυρώνονται, προτάσεις που απορρίπτονται, δημόσιες διαφωνίες και ...όλοι εναντίον όλων. Σήμερα και αύριο στην κυβερνητική διημερίδα, τη δεύτερη στους 15 μήνες θητείας, ο καγκελάριος θα επιχειρήσει και πάλι να συμμαζέψει την ομάδα, να κατευνάσει τις εντάσεις και να δώσει την εικόνα ενός λειτουργικού συνόλου που μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής.
Πριν από λίγες ημέρες, η εφημερίδα BILD αποκάλυψε το νέο σχέδιο του υπουργείου Οικονομίας: Από το 2024, όλα τα καινούργια ή ανακαινισμένα κτίρια θα πρέπει να θερμαίνονται χωρίς πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Η θέρμανση, επιπλέον, θα πρέπει να παράγεται κατά τουλάχιστον 65% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ μπορεί (;) επιτέλους να κοιμάται ήσυχος. Ασκεί «πράσινη» πολιτική, έπειτα από αλλεπάλληλες οδυνηρές παραχωρήσεις που επέβαλε η ενεργειακή κρίση. Για «θανάσιμο χτύπημα» στον κατασκευαστικό κλάδο και «παραβίαση της προγραμματικής συμφωνίας» κάνουν λόγο οι Φιλελεύθεροι (FDP) και ορκίζονται ότι «δεν θα περάσει», οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) υπόσχονται «βελτιώσεις» και οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) επιμένουν ότι πρόκειται για «άλλη μια πράσινη απαγόρευση, χωρίς κίνητρα, για άλλη μια άχρηστη πρόταση». Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, όπως η Ένωση «Κατοικίας και Ιδιοκτησίας», μιλούν για «νόμο από την πράσινη χώρα του παραμυθιού».
Η πρόταση για «καθαρή» θέρμανση ήδη από το επόμενο έτος αποτελεί όμως απλώς το τελευταίο σημείο τριβής μεταξύ των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού. Η άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε πολιτικές οικολογικές, αλλά και «φιλικές» για την οικονομία αποδεικνύεται πιο ωραία ως σλόγκαν από ό,τι ως κυβερνητική πράξη. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι FDP και Πράσινοι αδυνατούν να συνεννοηθούν. Αρχικά, οι διαφωνίες περιορίζονταν στη διαχείριση της πανδημίας: οι Φιλελεύθεροι έταζαν «απόλυτη ελευθερία», «τέλος της πανδημίας», «έξω οι μάσκες» και τα συναφή. Έπειτα ο καβγάς αφορούσε την προμήθεια όπλων στην Ουκρανία. Ο αρχηγός του FDP αναγκάστηκε πολλές φορές να δαγκώσει τη γλώσσα του για την παλιότερη πρότασή του, να δεχτεί η Δύση την προσάρτηση της Κριμαίας ως ... «μόνιμη προσωρινότητα». Το ζήτημα ωστόσο της παράδοσης βαρέως οπλισμού στην Ουκρανία δεν άφησε τίποτα όρθιο στον συνασπισμό του «φωτεινού σηματοδότη». Η «πράσινη» υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ υιοθέτησε από την αρχή την πλέον προωθημένη άποψη και ζητούσε συνεχώς «κι άλλα όπλα», εγκαταλείποντας πρώτη την παραδοσιακή γερμανική γραμμή που απαγορεύει τη διάθεση οπλισμού σε εμπόλεμες περιοχές. Την ίδια ώρα ο διστακτικός καγκελάριος έγινε αντικείμενο δριμείας κριτικής, εντός και εκτός Γερμανίας. Σύμφωνα μάλιστα με τα γερμανικά ΜΜΕ, ο Όλαφ Σολτς έκοψε και την «καλημέρα» στην υπουργό του, η οποία λέγεται ότι ενεργούσε ως ...λομπίστρια των Ουκρανών, ζητώντας από συμμάχους του Βερολίνου να ασκήσουν πίεση στην καγκελαρία για την άμεση παράδοση των αρμάτων μάχης Leopard 2. Η τελευταία ιδέα της κυρίας Μπέρμποκ, για θεσμοθετημένη «φεμινιστική εξωτερική πολιτική» ήταν ούτως ή άλλως δυσνόητη και συνάντησε την περιφρόνηση των Φιλελεύθερων. Το SPD, αντιθέτως, δεν είχε περιθώρια να την αγνοήσει - ήδη δέχεται κριτική για την αντικατάσταση της υπουργού Άμυνας Κριστίνε Λάμπρεχτ από τον Μπόρις Πιστόριους, μιας γυναίκας δηλαδή από έναν άνδρα, επιλογή που διατάραξε την ισορροπία των δύο φύλων στην κυβέρνηση.
Στα πιο «πρακτικά» ζητήματα, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Με αφορμή το ευρωπαϊκό σχέδιο για κατάργηση των πετρελαιοκινητήρων από το 2035, ο φιλελεύθερος υπουργός Μεταφορών Φόλκερ Βίσινγκ απείλησε την ΕΕ ακόμη και με βέτο και διεκδικεί εξαιρέσεις για τους κινητήρες εσωτερικής καύσης με κλιματικά ουδέτερα καύσιμα. Η στήριξη ήρθε άμεσα από τη Γερμανική Ένωση Αυτοκινητοβιομηχανίας (VDA), σχεδόν όσο άμεσα ήρθε και η οργισμένη αντίδραση των Πρασίνων. Η τελική απόφαση για την σταδιακή κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης στην ΕΕ είχε προγραμματιστεί για την ερχόμενη Τετάρτη, αλλά αναβλήθηκε. Είναι που απαιτείται η σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον 15 κρατών - μελών με το 65% του πληθυσμού της Ένωσης... Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παραδέχθηκε ότι ο συνασπισμός δεν έχει ακόμη καταλήξει σε ενιαία θέση. Στη διήμερη συνάντηση του υπουργικού συμβουλίου θα λάβει μέρος όμως και ...ξένος διαιτητής, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σε μια προσπάθεια εξεύρεσης σημείου τομής.
Παρόμοιο είναι το κλίμα και στα θέματα συγκοινωνιών: το FDP θεωρεί ότι μαζί με τις γέφυρες και τους σιδηροδρόμους, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα και στην κατασκευή αυτοκινητοδρόμων. Οι Πράσινοι δεν θέλουν ούτε να το ακούν - «έτσι αυξάνεται η ρύπανση», εξηγούν και δεν έχουν ακόμη χωνέψει την αποτυχία τους στην επιβολή ορίου ταχύτητας στους γερμανικούς αυτοκινητοδρόμους. «Ας μη δημιουργούμε εμπόδια για λόγους ιδεολογίας», αντιτείνει ο υπουργός Μεταφορών. Γενικά, θα έλεγε κανείς ότι είχε μεγάλη διάθεση για περιπέτεια όποιος αποφάσισε να δώσει τα υπουργεία Προστασίας του Κλίματος και του Περιβάλλοντος στους Πράσινους και Οικονομικών και Μεταφορών στους Φιλελεύθερους...
Ο φιλελεύθερος «ταμίας»
Από την υπογραφή του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ εξαρτώνται ούτε λίγο ούτε πολύ τόσο οι «πράσινες» όσο και οι «φιλικές προς την οικονομία» πολιτικές. Φανατικός υποστηρικτής της επαναφοράς των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών ήδη από το 2024, ο αρχηγός του FDP απολαμβάνει να «κόβει» αιτήματα χρηματοδότησης των άλλων υπουργείων. Ήδη το Ελεγκτικό Συνέδριο προειδοποιεί για τον κίνδυνο απώλειας του οικονομικού ελέγχου, μετά τις γενναιόδωρες υπερβάσεις λόγω της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Το «βουνό» χρέους φθάνει πλέον στα 2,1 τρισεκατομμύρια ευρώ και τα αιτήματα των υπουργών υπερβαίνουν το σχέδιο του κ. Λίντνερ κατά 70 δισεκατομμύρια ευρώ. Τουλάχιστον 30 αιτήματα χρηματοδότησης βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στο «περίμενε» του υπουργείου Οικονομικών. Για οκτώ από αυτά, το εμπόδιο δεν είναι απλώς οικονομικό, αλλά και ουσιαστικής διαφωνίας του FDP. Ενδεικτικά, σε εκκρεμότητα βρίσκονται η νομοθεσία για τη μετανάστευση εξειδικευμένων εργαζόμενων, οι αλλαγές στον οικοδομικό νόμο, αλλά και ένα από τα πλέον «αβανταδόρικα» σχέδια της κυβέρνησης, η βασική ασφάλιση των παιδιών, θέμα στο οποίο κάθε κόμμα επιδιώκει να βάλει τη δική του σφραγίδα. Επιπλέον, οι Πράσινοι δεν θα είχαν αντίρρηση να εξασφαλίσουν επιπλέον χρηματοδότηση μέσω αύξησης φόρων, κάτι που απορρίπτει κατηγορηματικά το FDP.
Τα προβλήματα βέβαια δεν περιορίζονται μεταξύ των κομμάτων, αλλά συμπαρασύρουν ακόμη και τους «συντρόφους». Παγωμένο είναι το κλίμα και στο ηγετικό δίδυμο των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ και Αναλένα Μπέρμποκ. Ο πρώτος θεωρεί ότι μάλλον πιάστηκε τελικά κορόιδο με το υπερ-υπουργείο του, καθώς πηγαίνει από τη μια ήττα στην επόμενη. Ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση ακύρωσαν τις πράσινες φιλοδοξίες, ενώ την ίδια ώρα ο ρόλος της υπουργού Εξωτερικών δίνει προβολή, επικοινωνιακό προβάδισμα και απαλλαγή από τα «πεζά» ζητήματα της καθημερινότητας. Ενόψει των εκλογών του 2025, ο υποψήφιος για την καγκελαρία θα αποφασιστεί από τη βάση των Πρασίνων και ο κ. Χάμπεκ έχει κάθε λόγο να ανησυχεί.
Πού είναι το SPD;
Μέσα σε όλα αυτά, το SPD αναζητεί ταυτότητα και ρόλο, πέρα από αυτόν του «πυροσβέστη» στην κόντρα Πρασίνων - FDP. Κινδυνεύει κάθε φορά να χάνει το πρόσημο των κυβερνητικών αποφάσεων, είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά. Ακόμη και ο Όλαφ Σολτς έχει εμφανώς βαρεθεί να διαβεβαιώνει για την «αρμονική συνεργασία» των εταίρων, παρότι έχει εγκαταλείψει τον διακριτικό ρόλο του συντονιστή και είναι πλέον πολύ πιο «ορατός». Τον περασμένο Οκτώβριο αναγκάστηκε να επιβληθεί στους «μικρούς», όταν έπρεπε να ληφθεί απόφαση για την παράταση της λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών, ενώ μέχρι τώρα έχει «αποβάλει» δύο υπουργούς και μάλιστα του κόμματός του. Ελπίζει πάντως ότι το διήμερο στο μπαρόκ κάστρο του Μέζεμπεργκ στο Βρανδεμβούργο θα αμβλύνει τις αντιθέσεις.
Η συνάντηση προσφέρει «χώρο και ηρεμία», λέει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσο π.χ. οι Φιλελεύθεροι μπορούν να ανεχτούν την υπερβολική κατά τη γνώμη τους κρατική ρύθμιση που επιβάλλουν οι εταίροι τους - και ίσως και οι ανάγκες της εποχής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στις δημοσκοπήσεις, οι ψηφοφόροι του FDP είναι εκείνοι που εκφράζουν την εντονότερη δυσαρέσκεια για το κυβερνητικό έργο, ενώ το κόμμα αποτυγχάνει ως τώρα παταγωδώς σε όλες τις κρατιδιακές εκλογές. Οι ενστάσεις λοιπόν στις «προχωρημένες» πράσινες θέσεις και στα σοσιαλιστικά μέτρα είναι απολύτως αναμενόμενες, αν το κόμμα θέλει ακόμη να διατηρήσει την αστική του ταυτότητα - και τους ψηφοφόρους του.
Ο συνασπισμός αντέχει
Ακόμη και αν από το κάστρο του Μέζεμπεργκ οι κυβερνητικοί εταίροι δεν βγουν πιο ...μονιασμένοι, δεν φαίνεται να υπάρχει ανησυχία για τις αντοχές του συνασπισμού. Η πίεση από την πραγματικότητα είναι τέτοια που δεν επιτρέπει ανταρσίες υπέρ κομματικών συμφερόντων. Η χώρα, αφού κατάφερε να περάσει τον κρίσιμο χειμώνα 2022-23 χωρίς να παγώσουν οι Γερμανοί και η βιομηχανία, πρέπει μέσα σε περιβάλλον πολέμου να ανταποκριθεί στο στοίχημα για πράσινη, βιώσιμη και ανταγωνιστική ανάπτυξη. Και παρότι οι εσωτερικές έριδες της κυβέρνησης δεν είναι σε θέση να κλονίσουν τη λειτουργικότητα του κράτους, το διακύβευμα για τη Γερμανία είναι τελικά πολύ πιο σημαντικό από την επιβίωση μιας ούτως ή άλλως παράδοξης συμμαχίας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ