Γερμανία: Κρατείται Σύρος για την εμπρηστική επίθεση στο Έσσεν - Σε κρίσιμη κατάσταση δύο παιδιά
Ο Σάντι Α. έβαλε φωτιά σε πολυκατοικία και κατόπιν μετέβη οδηγώντας ένα βαν λίγα μέτρα πιο μακριά και έβαλε φωτιά και σε δεύτερο κτίριο.
Ένας 41χρονος Σύρος κρατείται ως ύποπτος για την εμπρηστική επίθεση τα ξημερώματα της Κυριακής (29/09) σε κτίριο διαμερισμάτων στο Έσσεν της Γερμανίας, από την οποία τραυματίστηκαν 31 άνθρωποι -ανάμεσά τους οκτώ παιδιά, εκ των οποίων τα δύο νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση. Ο ύποπτος απειλούσε μάλιστα με ματσέτα τους ενοίκους του κτιρίου την ώρα που προσπαθούσαν να το εγκαταλείψουν λόγω της φωτιάς.
Ο Σάντι Α. έβαλε φωτιά σε πολυκατοικία και κατόπιν μετέβη οδηγώντας ένα βαν λίγα μέτρα πιο μακριά και έβαλε φωτιά και σε δεύτερο κτίριο. Και στις δύο περιπτώσεις, χρησιμοποίησε εύφλεκτο αέριο και άναψε φωτιές στις ξύλινες σκάλες, παγιδεύοντας έτσι όσους βρίσκονταν στα κτίρια. Ακολούθησαν σκηνές αγωνίας, με τους ενοίκους να προσπαθούν να διαφύγουν μαζί με τα παιδιά τους από εξωτερικές πτυσσόμενες σκάλες.
Ο Σύρος μπήκε και πάλι στο βαν του και το οδήγησε κατευθείαν στην βιτρίνα δύο παρακείμενων καταστημάτων και, όταν αποβιβάστηκε, κράδαινε ματσέτα προς τους ανθρώπους γύρω του, οι οποίοι προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν, πετώντας του διάφορα αντικείμενα από μακριά.
Οι περισσότεροι από τους τραυματίες νοσηλεύονται με αναπνευστικά προβλήματα, καθώς εισέπνευσαν καπνό. Ιδιαίτερα σοβαρή είναι η κατάσταση ενός βρέφους επτά μηνών και ενός παιδιού δύο ετών.
Η αστυνομία συνέλαβε λίγο αργότερα τον 41χρονο Σύρο, ο οποίος πήγε στη Γερμανία το 2015 και δεν έχει μέχρι τώρα αναφερθεί στα κίνητρά του. Σύμφωνα με τις αρχές, στόχος ήταν μια οικογένεια από τον Λίβανο, η οποία είχε περιθάλψει την πρώην σύζυγό του που τον είχε εγκαταλείψει.
Κατά τον δράστη, η οικογένεια των Λιβανέζων ασκούσε πίεση στην γυναίκα προκειμένου να την πείσει να εκπορνευτεί, ενώ ο δικηγόρος του υποστήριξε ότι αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και υποφέρει από παραισθήσεις. Πριν από τρία χρόνια ο Σάντι Α. υποχρεώθηκε από τις αρχές να εγκαταλείψει το διαμέρισμα όπου διέμενε με την σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, έπειτα από επανειλημμένα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.