Σπείρα απατεώνων άδειαζαν λογαριασμούς - Βούτηξαν πάνω από 6 εκατ. ευρώ
Η Ελληνική Αστυνομία εξάρθρωσε πολυμελή σπείρα, τα μέλη της οποίας προέβαιναν συστηματικά σε απάτες με υπολογιστή με τη μέθοδο «Phishing». Συνελήφθησαν 24 μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τρία αρχηγικά. Στη σχηματισθείσα δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμα 155 άτομα! Η συνολική ζημία των θυμάτων υπερβαίνει τα έξι εκατομμύρια ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις από την ΕΛΑΣ, από τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος εξαρθρώθηκε πολυμελής σπείρα, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν συστηματικά, από τα μέσα του έτους 2022 έως και σήμερα, στη διάπραξη απατών με υπολογιστή (με τη μέθοδο «Phishing»), στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας.
Σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα, σε βάρος εκατόν πενήντα πέντε (155) μελών της εγκληματικής οργάνωσης, εκ των οποίων εντοπίσθηκαν και συνελήφθησαν είκοσι τέσσερα (24), (17 άνδρες και 7 γυναίκες), για τα κατά περίπτωση αδικήματα της Συγκρότησης και Διεύθυνσης Εγκληματικής Οργάνωσης, Ένταξης σε Εγκληματική Οργάνωση, Απάτης και Απάτης με υπολογιστή από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, Παράνομης απόκτησης άυλων μέσων πληρωμής, Αντιποίησης, Αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» και Περί Όπλων.
Παράλληλα, εξετάζεται ο βαθμός συμμετοχής και εμπλοκής, για περισσότερους από χίλιους διακόσιους (1.200) δικαιούχους τραπεζικών λογαριασμών, («μουλάρια» - money mules), οι οποίοι διευκόλυναν τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης.
Η δράση της σπείρας στόχευε στην υποκλοπή και παράνομη πρόσβαση στους λογαριασμούς ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) των θυμάτων και ακολούθως στη μεταφορά (μέσω ενδιάμεσων προσώπων - «μουλαριών») και εκταμίευση του συνόλου του διαθέσιμου χρηματικού ποσού από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.
670 περιπτώσεις απάτης
Ως προς το μέγεθος της δράσης τους αναφέρεται ότι, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης εξακριβώθηκε να έχουν διαπράξει τουλάχιστον 670 περιπτώσεις απάτης είτε τετελεσμένες είτε σε απόπειρα, στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, με τη συνολική ζημία των θυμάτων να υπερβαίνει τα έξι (6) εκατομμύρια ευρώ.
Πάντα σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά από την Αστυνομία, στο πλαίσιο πολύμηνων ερευνών που περιλάμβαναν μεγάλης έκτασης και όγκου τεχνικές - ψηφιακές έρευνες, αναλύσεις δεδομένων, ειδικές ανακριτικές πράξεις, αστυνομικές έρευνες και συνδυαστική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών, προέκυψε ότι η δράση της εγκληματικής οργάνωσης συντονιζόταν από ένα κεντρικό πυρήνα εικοσιπέντε (25) περίπου ατόμων (ηγετικά και βασικά μέλη) και συνεπικουρούνταν από τουλάχιστον εκατόν τριάντα (130) βοηθητικά - περιφερειακά μέλη, εκ των οποίων άλλα είχαν διαρκή συμμετοχή - δράση, ενώ άλλα περιστασιακή.
Στην εν λόγω εγκληματική δράση, συμπεριλαμβάνονται και περισσότεροι από χίλιοι διακόσιοι (1.200) δικαιούχοι τραπεζικών λογαριασμών («μουλάρια» - money mules), οι οποίοι διευκόλυναν τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης, παραχωρώντας στα μέλη της, έναντι συνήθως χρηματικής αμοιβής, τη διαχείριση των τραπεζικών τους λογαριασμών (πρόσβαση σε e-banking), καθώς και τις συνδεδεμένες με αυτούς κάρτες ανάληψης.
Τα μέλη της οργάνωσης λειτουργούσαν με συγκεκριμένη δομή και ιεραρχία και είχαν αναπτύξει διακριτούς ρόλους, οι οποίοι κατανέμονταν σε τέσσερα ιεραρχικά επίπεδα ως απεικονίζεται στο γράφημα που ακολουθεί:
Ως προς τον τρόπο δράσης (modus operandi) της εγκληματικής οργάνωσης αναφέρονται τα ακόλουθα:
Μέλη της οργάνωσης προσέγγιζαν τα θύματα μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας, όπου παρουσιάζονταν άλλοτε ως ενδιαφερόμενοι για την παροχή υπηρεσιών ή υποψήφιοι αγοραστές προϊόντων που εντόπιζαν σε διαδικτυακές αγγελίες, και άλλοτε ως υπάλληλοι εταιρειών ή δημόσιων υπηρεσιών (ΔΕΔΔΗΕ, Εφορίας, Υπάλληλοι Δήμων, Λογιστές κ.λπ.), αναφορικά με επιστροφή χρηματικού ποσού ή χορήγηση επιδομάτων όπως «market pass», «fuel pass», «power pass» κ.τ.λ..
Στη συνέχεια, αρχικά με μεθόδους κοινωνικής μηχανικής (προφορική χειραγώγηση) και ακολούθως μέσω απατηλών υπερσυνδέσμων (phishing links) που ανακατεύθυναν σε απατηλούς ιστότοπους, οι οποίοι προσομοίαζαν σε μεγάλο βαθμό με τους αντίστοιχους των τραπεζικών ιδρυμάτων, κατάφερναν να υποκλέψουν τα διαπιστευτήρια εισόδου (username & password) και να αποκτήσουν παράνομη πρόσβαση στους λογαριασμούς ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) των θυμάτων.
Ακολούθως, οι δράστες παρέκαμπταν με διαφορετικές κατά περίπτωση μεθόδους την τελευταία δικλείδα ασφαλείας (ασφάλεια ταυτότητας δύο παραγόντων) των τραπεζικών λογαριασμών των θυμάτων και προέβαιναν σε μεταφορά του συνόλου του διαθέσιμου χρηματικού ποσού, σε τραπεζικούς λογαριασμούς στρατολογημένων ατόμων (money mules – μουλαριών).
Εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, έτερα μέλη της οργάνωσης προέβαιναν σε ανάληψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών από διάφορα ΑΤΜ ανά την επικράτεια, τα οποία παραδίδονταν ιεραρχικά στα ηγετικά μέλη της οργάνωσης.
Σε περιπτώσεις όπου δεν ήταν εφικτή η μεταφορά των χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς «μουλαριών», τα μέλη της οργάνωσης, είτε ενεργοποιούσαν τις χρεωστικές κάρτες των θυμάτων, σε άυλη μορφή, στα ψηφιακά πορτοφόλια (e-wallets) επιχειρησιακών κινητών τηλεφώνων της οργάνωσης, είτε εξέδιδαν νέες κάρτες, με χρήση των οποίων στη συνέχεια προέβαιναν σε αγορές μέσω ανέπαφων συναλλαγών, από καταστήματα πώλησης κυρίως προϊόντων τεχνολογίας, τα οποία ακολούθως άλλα μέλη της οργάνωσης μεταπωλούσαν.
Μιλώντας για την επιχείρηση, ο διευθυντής Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, Αστυνομικού Διευθυντή Βασίλης Παπακώστας, ανέφερε: «Xαρακτηριστικό της δράσης τους είναι οι εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες που είχαν αναπτύξει αναφορικά με την κατασκευή και διαχείριση απατηλών σελίδων, καθώς και άριστη γνώση χειρισμού των συστημάτων ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ για να επιτύχουν το σκοπό τους επεδείκνυαν ευελιξία και προσαρμοστικότητα, καθώς όπως προέκυψε ολοκλήρωναν τη δράση τους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από το χρόνο υποκλοπής των στοιχείων.».
Αστυνομικές επιχειρήσεις σε Αττική και Κρήτη
Η επιχείρηση υλοποιήθηκε πρωινές ώρες στις 23/10/2023 σε περιοχές της Αττικής και της Κρήτης, με τη συνδρομή σημαντικού αριθμού αστυνομικών δυνάμεων της Ε.Κ.Α.Μ., της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, της Ο.Π.Κ.Ε. και της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, καθώς και για την περιοχή της Κρήτης, αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ηρακλείου.
Στο πλαίσιο της εν λόγω αστυνομικής επιχείρησης, πραγματοποιήθηκαν δεκαεννιά (19) συνολικά αιφνιδιαστικές – ταυτόχρονες κατ’ οίκον έρευνες, παρουσία δικαστικών λειτουργών, που είχαν ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό και τη σύλληψη εικοσιτεσσάρων (24) μελών της εγκληματικής οργάνωσης, εκ των οποίων τρία (3) ηγετικά μέλη (1ο ιεραρχικά επίπεδο) και είκοσι ένα (21) βασικά και περιφερειακά μέλη (2ο και 3ο ιεραρχικό επίπεδο).
Στο πλαίσιο των ερευνών βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
- επτά (7) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα,εβδομήντα τέσσερις (74) συσκευές κινητής τηλεφωνίας,
- εννέα (9) φορητές συσκευές tablet,
- έντεκα (11) φορητά ψηφιακά μέσα ψηφιακής αποθήκευσης,
- δύο (2) σκληροί δίσκοι Η/Υ,
- δέκα επτά (17) τραπεζικές κάρτες,
- ένα (1) καταγραφικό κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης,
- πλήθος τιμαλφών – κοσμημάτων,
- τέσσερις (4) φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές,
- ένα (1) ξίφος με μήκος λάμας εβδομήντα επτά (77) εκατοστά,
- κυνηγετικά φυσίγγια και φυσίγγια των 9mm,
- μία (1) ζυγαριά ακριβείας,
- εννέα (9) τραπεζικά βιβλιάρια καταθέσεων,
- πλήθος εγγράφων, αποδεικτικών εμβασμάτων και ιδιόχειρων σημειώσεων σχετιζόμενων με την εγκληματική δραστηριότητα,
- χρηματικό ποσό δώδεκα χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (12.250,00 €).
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι, σε βάρος ενός εκ των συλληφθέντων εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης του 10ου Ανακριτή Πρωτοδικείου Αθηνών, αναφορικά με την εμπλοκή του σε υπόθεση ανθρωποκτονίας 8χρονου που έλαβε χώρα στις 14/10/2023 στο Ζεφύρι Αττικής.
Παράλληλα, συνελήφθη για τη συμμετοχή του στην εν λόγω εγκληματική οργάνωση και έτερος εμπλεκόμενος στην ίδια υπόθεση ανθρωποκτονίας, ο οποίος νωρίτερα είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους.
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν ενώπιον της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής, τους απαγγέλθηκαν οι προαναφερόμενες κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα και η υπόθεση παραπέμφθηκε σε Κύρια Ανάκριση.