Επιστολή Αμερικανών βουλευτών στον Μπάιντεν: Αναβάθμιση των τουρκικών F-16 οδηγεί σε περισσότερους θανάτους
Την έντονη διαφωνία τους στη δημόσια στήριξη που εξέφρασε ο πρόεδρος Μπάιντεν στο αίτημα της Τουρκίας για την αγορά και την αναβάθμιση μαχητικών F-16 εκφράζουν Αμερικανοί βουλευτές, οι οποίοι έστειλαν επιστολή στον Λευκό Οίκο.
Σε αυτή τη προσπάθεια ηγετικό ρόλο παίζει ο Δημοκρατικός βουλευτής Φρανκ Παλόν.
Στην επιστολή των μελών του Κογκρέσου εκφράζεται ανησυχία για τη στάση που τηρεί ο Λευκός Οίκος, καθώς σημειώνεται ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ανταμείψει τον πρόεδρο Ερντογάν για την μη τήρηση των δεσμεύσεων της Τουρκίας τόσο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και προς το ΝΑΤΟ.
«Ο Ερντογάν επιλέγει να βάζει το προσωπικό όφελος πάνω από το συλλογικό καλό των συμμάχων του. Η επιλογή του να εμποδίσει τη Φινλανδία και τη Σουηδία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ μέχρι να λάβει παράλογες διαβεβαιώσεις καθιστά σαφές ότι δεν έχει κάνει τίποτα για να ενισχύσει το ΝΑΤΟ από τότε που η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πυροδότησε τη μεγαλύτερη κρίση που έχει αντιμετωπίσει η συμμαχία εδώ και δεκαετίες», αναφέρουν οι βουλευτές στην επιστολή τους.
Συνεχίζοντας, υποστηρίζουν ότι αυτές οι πρακτικές του Τούρκου πρόεδρου, ο οποίες αντιτίθενται στο κοινό καλό της συμμαχίας, δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη, καθώς η Άγκυρα έχει προβεί σε μια σειρά αποσταθεροποιητικών ενεργειών, οι οποίες εκτείνονται από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
«Το καθεστώς του (Ερντογάν) έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα τη στρατιωτική ισχύ του για να αποσταθεροποιήσει την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τον Νότιο Καύκασο και τη Βόρεια Αφρική. Οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία και η Τουρκία έχουν χρησιμοποιήσει όπλα και εξαρτήματα αμερικανικής κατασκευής κατά τη διάρκεια αυτών των εισβολών για να διαπράξουν εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένων βομβαρδισμών αμάχων και στόχων όπως νοσοκομεία και σχολεία στο Ιράκ, στη Συρία και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για να παραβιάσουν την εδαφική ακεραιότητα συμμάχων και εταίρων του ΝΑΤΟ, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Αυτές δεν είναι ενέργειες ενός αφοσιωμένου και αξιόπιστου συμμάχου», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι Αμερικανοί βουλευτές υποστηρίζουν ότι η πώληση προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία δεν θα προσφέρει κανένα κίνητρο στον Ερντογάν για να αλλάξει τη συμπεριφορά του και να μετατραπεί σε καλό σύμμαχο.
Μάλιστα, εκτιμούν ότι τα αμερικανικά όπλα που θα δοθούν στην Τουρκία ενδέχεται να οδηγήσουν σε περισσότερους θανάτους και καταστροφή στην ευρύτερη περιοχή.
Τέλος, υπενθυμίζουν στον πρόεδρο Μπάιντεν ότι η Τουρκία συνεχίζει να χρησιμοποιεί το συστήμα αντιπυραυλικής άμυνας S-400, το οποίο μπορεί δυνητικά να εκθέσει σημαντικές πληροφορίες οπλικών και στρατιωτικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ στη Ρωσία.
Η επιστολή καταλήγει λέγοντας «καθώς η κυβέρνησή σας επιδιώκει να προωθήσει την πώληση νέων F-16 και κιτ εκσυγχρονισμού στην Τουρκία, πρέπει να γνωρίζετε ότι θα κάνουμε κάθε δυνατή ενέργεια ως μέλη του Κογκρέσου για να την αποτρέψουμε.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να παράσχουν περαιτέρω στήριξη στον στρατό της Τουρκίας έως ότου ληφθούν απτά βήματα για τον τερματισμό των αποσταθεροποιητικών ενεργειών και των παραβιάσεων του Διεθνούς Δικαίου στο εσωτερικό και στο εξωτερικό (της χώρας)».
Διακομματικό μέτωπο στο Κογκρέσο
Την ίδια ώρα κοινό μέτωπο συγκροτούν Αμερικανοί βουλευτές, οι οποίοι είναι μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας για ελληνικά θέματα στο Κογκρέσο, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα προχωρήσει στην πώληση, αλλά και στην αναβάθμιση του υφιστάμενου στόλου μαχητικών F-16 της Τουρκίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι βουλευτές έχουν καταθέσει μια διακομματική τροπολογία στον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ (NDAA), η οποία απαγορεύει στον πρόεδρο να μεταφέρει όπλα σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ που μέσα στον τελευταίο χρόνο έχει προχωρήσει σε επανειλημμένες παραβιάσεις του εναέριου χώρου ή της κυριαρχίας ή της εδαφικής ακεραιότητας άλλου μέλους του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, η τροπολογία αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό που επιτρέπει στον πρόεδρο να ξεπεράσει τους περιορισμούς που διατυπώνονται εάν πιστοποιήσει στο Κογκρέσο ότι κάτι τέτοιο είναι προς το ζωτικό συμφέρον εθνικής ασφάλειας ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρόεδρος θα πρέπει να παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή των συγκεκριμένων μέτρων που λαμβάνονται για να διασφαλιστεί ότι τα αμερικανικά όπλα δεν χρησιμοποιούνται για παραβιάσεις της κυριαρχίας άλλου μέλους του ΝΑΤΟ.
Στην κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν οι Αμερικανοί βουλευτές Τίνα Τίτους, Κρις Παππάς, Τσάρλι Κριστ, Κάρολιν Μαλόνεϊ, Φρανκ Παλλόνε, και Τζον Σαρμπάνης αναγνωρίζουν ότι η υποχώρηση της Άγκυρας στην αντίθεσή της στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ είναι μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη.
Ωστόσο, υπενθυμίζουν ότι «την τελευταία δεκαετία, η Τουρκία δεν ήταν παραγωγικό μέλος του ΝΑΤΟ, ούτε ένας αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ» και επισημαίνουν ότι υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά εκκρεμή ζητήματα, τα οποία δεν πρέπει να επιτρέψουν τη μεταφορά των F-16 στην Τουρκία.
Ειδικότερα, οι Αμερικανοί βουλευτές τονίζουν στην κοινή τους ανακοίνωση ότι:
• Η Τουρκία παραμένει υπό το καθεστώς των κυρώσεων CAATSA λόγω της απόκτησης του ρωσικού συστήματος S-400. Η συγκεκριμένη νομοθεσία δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να πουλήσει ένα αμυντικό σύστημα πρώτης γραμμής σε μια χώρα που βρίσκεται υπό το καθεστώς των κυρώσεων.
• Η Τουρκία έχει επιδοθεί σε μια σειρά ανταγωνιστικών ενεργειών στο Αιγαίο, τόσο με τις συστηματικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου όσο και με την πραγματοποίηση υπερπτήσεων πάνω από τα ελληνικά νησιά.
• Η πώληση αλλά και η αναβάθμιση των F-16 παραβίαζε τον αμερικανικό Νόμο περί Ελέγχου Εξαγωγών Όπλων, καθώς ο συγκεκριμένος νόμος επιτρέπει μόνο τη μεταφορά εξοπλισμού για νόμιμες επιχειρήσεις αυτοάμυνας. Με δεδομένο ότι τα F-16 ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν τόσο στο Αιγαίο όσο και εναντίον των Κούρδων στη Βόρεια Σύρια, οι βουλευτές κρίνουν ότι το δεν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις που προβλέπονται από την νομοθεσία.
• Η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει δώσει πληροφορίες σχετικά με το πώς εργάζεται για να σταματήσει την Τουρκία από αυτές τις ανταγωνιστικές ενέργειες ενάντια σε έναν σύμμαχο των ΗΠΑ (Ελλάδα).