Εμβόλιο Πρόσφυγες: Εκκλήσεις στους παγκόσμιους ηγέτες για εμβολιασμό εκατομμύρια προσφύγων
Πληθαίνουν οι φωνές από τον ιατρικό κόσμο που τονίζει πως οι χώρες που δεν διαθέτουν πόρους για να ανταπεξέλθουν στον αριθμό των θανάτων ή των σοβαρών ασθενειών.
Οι εικόνες εμβολίων σε ΗΠΑ και Ευρώπη έχουν αυξήσει τους φόβους ότι οι προσπάθειες της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας θα επικεντρωθούν στις ανεπτυγμένες κοινωνίες.
Σύμφωνα με την UNHCR, οι εκτοπισμένοι ξεπέρασαν τα 80 εκατομμύρια στα μέσα του 2020. Περισσότεροι από 50 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν σε εσωτερική μετανάστευση και είχαν δυνητικά λιγότερη πρόσβαση σε διεθνή βοήθεια από εκείνους, που έφυγαν εκτός συνόρων.
«Εδώ μόνο ο Θεός μπορεί να μας βοηθήσει. Υπάρχουν τόσα πολλοί νεκροί εδώ. Η κατάρα έχει έρθει σε εμάς και τίποτα δεν μπορεί να την αναιρέσει για πολλούς ακόμη μήνες» είπε ο Γκάσαν Αμπάντ, ο οποίος κατέφυγε στην επαρχία Ιντλίμπ από τη Δαμασκό που ελέγχεται από τη συριακή κυβέρνηση.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ζήτησε τα εμβόλια να χορηγηθούν σε «όλους τους ανθρώπους» τονίζοντας την ανάγκη η διανομή τους να θεωρηθεί «παγκόσμιο δημόσιο αγαθό». Η δήλωσή του ήρθε μετά την αυξανόμενη ανησυχία ότι ο μισός πλανήτης να μείνει χωρίς εμβολιασμούς τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανέφερε πως σκοπεύει να εμβολιαστούν 12 δισεκατομμύρια άνθρωποι έως το τέλος του 2021. Ωστόσο, ανώτεροι αξιωματούχοι του ΟΗΕ χαρακτήρισαν από φιλόδοξη έως απίθανη την επίτευξη του στόχου, χωρίς σοβαρή αναβάθμιση των πόρων και κινητοποίηση των πολιτικών.
Η Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) έχουν εκφράσει σοβαρές ανησυχίες:
«Η πρόσβαση στην υγεία είναι θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά πολύ συχνά ακόμα εκείνοι που τη χρειάζονται περισσότερο -συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και των εκτοπισμένων- παραμένουν εκτός. Εάν το 2020 μας έχει διδάξει κάτι, είναι ότι η κακή υγεία είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που δεν κάνει διακρίσεις βάσει εθνικότητας».
Η διεθνής ΜΚΟ «Mercy Corps» επισήμανε τις ήδη σημαντικές δυσκολίες σε περιοχές, όπως η Υεμένη και η Συρία, όπου οι ανάγκες για εμβολιασμούς είναι μεγάλες. «Η διεθνής κοινότητα πρέπει να διασφαλίσει μέσω διπλωματικής πίεσης και επιτόπιας υποστήριξης ότι τα εμβόλια φτάνουν σε όλες τις κοινότητες, συμπεριλαμβανομένων των πιο ευάλωτων και περιθωριοποιημένων, με τρόπους που να αποτρέπουν τις συγκρούσεις» τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης.
«Χρειαζόμαστε επίσης επειγόντως δωρητές και κυβερνήσεις για να χρηματοδοτήσουμε αξιόπιστους κοινοτικούς οργανισμούς, για να ξεκινήσουμε το έργο προσέγγισης τώρα, για να διασφαλίσουμε ότι αντιμετωπίζεται η παραπληροφόρηση» συμπλήρωσε και προειδοποίησε πως εάν δεν υπάρξει κοινή δράση ελλοχεύει ο κίνδυνος μία ολόκληρη γενιά πιο ευάλωτων ατόμων να μείνει πίσω.
Παράλληλα, ανώτεροι αξιωματούχοι του ΟΗΕ φοβούνται επίσης πως η διανομή εμβολίων θα γίνει πολιτικό εργαλείο, όπως και άλλες μορφές βοήθειας, σαν τα τρόφιμα και φάρμακα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία, κοινότητες εκτός του ελέγχου του καθεστώτος του Άσαντ, στερούνταν συνήθως πρόσβαση σε στοιχειώδη για την επιβίωση του ανθρώπου αγαθά.
«Δεν νομίζω ότι θα πάρουμε αυτό το εμβόλιο στα στρατόπεδα γιατί χρειαζόμαστε έναν εκπρόσωπο για να μας το προμηθεύσει», δήλωσε ο εκτοπισμένος, Μαχμούντ Σλίμαν, που βρίσκεται σε στρατόπεδο του βόρειου Ιράκ. «Στην περίπτωσή μας, είναι η κυβέρνηση που πρέπει να μας το παραγγείλει και αμφιβάλλω ότι θα το πάρουν εγκαίρως. Ακόμα κι αν το κάνουν, θα υπάρξει διαφθορά στη διαδικασία και μόνο οι πλούσιοι θα το πάρουν. Φτωχοί άνθρωποι σαν εμένα δεν θα το κάνουν ποτέ».
Ο Γεζίντι Kαλίντ Μουράντ σχολίασε ο χρόνος είναι εναντίον προσφύγων και εκτοπισμένων, οι οποίοι δεν βλέπουν καμία ελπίδα. «Δεν νομίζω ότι αυτό το εμβόλιο προορίζεται μόνο για τη Δύση, αλλά νομίζω ότι θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να φτάσει στον ιρακινό λαό. Εάν το Ιράκ πάρει το εμβόλιο, θα το λάβουμε, παρά το γεγονός ότι δεν θεωρούν Ιρακινούς τους Γεζίντι» είπε και εξέφρασε την ελπίδα ότι «θα έρθει τελικά, κάτω από τη διεθνή πίεση».
(Πηγή: The Guardian)