Εμβολιασμοί κορονοϊός: Διστάζουν γιατροί και νοσηλευτές
Τα εμβόλια κατά του κορονοϊού παρασκευάστηκαν σε χρόνο ρεκόρ. Μια τεράστια επιτυχία, κατά την άποψη πολιτικών και επιστημόνων. Αλλά σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό, η ευφορία είναι περιορισμένη - τουλάχιστον σε τμήματα του πληθυσμού. Συγκρατημένες αντιδράσεις έρχονται κυρίως από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο ανήκει σε εκείνες στις πληθυσμιακές ομάδες, που εμβολιάζονται με προτεραιότητα.
Ίσως να είναι ζήτημα χρόνου
«Η ετοιμότητα του νοσηλευτικού προσωπικού να εμβολιαστεί διαφέρει», διαπιστώνει ο Μπερντ Μόιρερ, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Ένωσης Ιδιωτικών Παρόχων Κοινωνικών Υπηρεσιών. «Υπάρχουν δομές όπου το προσωπικό εμβολιάζεται σε ποσοστό σχεδόν 100%, αλλά κι άλλες που τα 2/3 δεν θέλουν να εμβολιαστούν. Είναι δύσκολο σε αυτή την χρονική στιγμή να αποκομίσει κανείς μία σαφή εικόνα».
Αλλά η διστακτικότητα του ιατρικού προσωπικού να εμβολιαστεί δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα. Ακόμη και για το εμβόλιο κατά της γρίπης σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ μόνο ένα 79% των ιατρών και ένα 47% του προσωπικού δέχθηκε να εμβολιαστεί. Τον περασμένο Δεκέμβριο είχε εκδηλώσει την πρόθεση να εμβολιαστεί ποσοστό 73% των ιατρών και 50% του προσωπικού στη Γερμανία. Σε αυτό το αποτέλεσμα κατέληξε δημοσκόπηση της Γερμανικής Εταιρείας Εντατικής Ιατρικής και Πρώτων Βοηθειών DGIIN και της Ένωσης Εντατικής και Επείγουσας Ιατρικής Divi που δημοσίευσε η Γερμανική Ιατρική Εφημερίδα.
«Τα ποσοστά έχουν στο μεταξύ ξεπεραστεί, γιατί από τότε που ξεκίνησαν οι εμβολιασμοί θεωρούμε ότι πολλοί αναθεώρησαν τη στάση τους», υποστηρίζει εκπρόσωπος της Ένωσης. Το ότι παρόλα αυτά παρέμειναν πολλοί διστακτικοί, αποδίδεται πιθανότατα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στην πόλη Χιούστον του Τέξας κάποιο νοσοκομείο πρόσφερε πριμ ύψους 500 ευρώ σε εκείνους που θα εμβολιάζονταν κατά του κορονοϊού. Οι γιατροί στις ΗΠΑ κανονικά εμβολιάζονται κατά προτεραιότητα, αλλά σύμφωνα με δημοσιεύματα, ανάλογα με την περιοχή, από 1/4 μέχρι 1/3 από αυτούς αρνήθηκε. Το μήνυμα συνεχώς ήταν με το εμβόλιο η πανδημία θα τελειώσει. Τώρα όμως που υπάρχει εμβόλιο και ξεκίνησε ο εμβολιασμός, η διστακτικότητα κυρίως του νοσηλευτικού προσωπικού είναι μεγάλη. Οι Αρχές φοβούνται ότι αυτό θα δώσει λάθος μηνύματα σε όσους Αμερικανούς περιμένουν τη σειρά τους. Το Ερευνητικό Κέντρο PEW δημοσίευσε έρευνα του περασμένου Νοεμβρίου, σύμφωνα με την οποία το 39% των 330 εκ. Αμερικανών πιθανότατα ή με βεβαιότητα δεν θέλουν αν εμβολιαστούν. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ποσοστό ήταν και χειρότερα και προϊόντος του χρόνου θα αλλάζει όσο προχωρούν με επιτυχία οι εμβολιασμοί.
Ανησυχία για τη διστακτικότητα του ιατρικού προσωπικού
Η Νάνσι Μεσονιέ, προϊσταμένη του τμήματος Ανοσολογίας της Υπηρεσίας Υγείας CDC, εκδήλωσε την ανησυχία της για τη διστακτικότητα του ιατρικού προσωπικού και ζητά περισσότερη ενημέρωση για την ασφάλεια του εμβολίου. Η διστακτική στάση που καταγράφεται και στη Γερμανία προκαλεί σκεπτικισμό, επειδή οι εμβολιασμοί των ανθρώπων της υγείας αποκτούν και ρόλο πρότυπου.
Η Ζαμπίνε Βίκερ, γιατρός των εργαζομένων στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Φρανκφούρτης και μέλος της Μόνιμης Επιτροπής Εμβολίων Stiko υποστηρίζει ότι τα μέλη του ιατρικού προσωπικού είναι οι πρώτοι στους οποίους απευθύνεται κανείς, όταν πρέπει να αποφασίσει. «Επαναλαμβάνω συνεχώς ότι κακοεμβολιασμένοι γιατροί έχουν κακοεμβολιασμένους ασθενείς. Διότι εάν οι γιατροί δεν αντιλαμβάνονται γιατί θα πρέπει να εμβολιαστούν, πώς θα μπορέσουν να πείσουν τους ασθενείς τους;»
Οι φαρμακευτικές εταιρείες Biontech/Pfizer και Moderna δίνουν ποσοστά αποτελεσματικότητας 95% με ελάχιστες παρενέργειες που δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Ενώ ο κίνδυνος να νοσήσει κανείς βαριά από τον Covid-19 παραμένει πολύ μεγαλύτερος, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Stiko Τόμας Μέρτενς. «Υπάρχουν πολλά κενά στις πληροφορίες ή απλά λανθασμένες πληροφορίες που διαδίδονται», επισημαίνει, δίνοντας έμφαση στο ότι ακόμη και στο ιατρικό προσωπικό δεν υπάρχει επαρκής γνώση για τη δράση των νέων εμβολίων. Επιπλέον υπάρχουν και υποκειμενικοί παράγοντες που επηρεάζουν ασυνείδητα. «Όταν κάποιοι εργάζονται σε νοσοκομεία κάτω από όχι και τόσο καλές συνθήκες, αναπτύσσουν αντιδραστικές συμπεριφορές, σε περίπτωση που οι προϊστάμενοί τους τούς υποδείξουν να εμβολιαστούν».
Ένας επιπλέον λόγος θα μπορούσε να είναι επίσης, ότι το εμβόλιο δεν ανακουφίζει από τις σκληρές συνθήκες δουλειάς των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να φορούν μάσκες και μετά τον εμβολιασμό, γιατί δεν είναι ακόμη γνωστό αν το εμβόλιο προφυλάσσει από τη μεταδοτικότητα του ιού και από ποιο χρονικό σημείο. «Υποθέτουμε ότι η ετοιμότητα για το εμβόλιο θα ενισχυθεί σημαντικά, όταν αποκλειστεί ο κίνδυνος μεταδοτικότητας, που θα διευκολύνει τις συνθήκες εργασίας του νοσηλευτικού προσωπικού», πιστεύει ο Μέρτενς.
Πηγή: DW