ΕΛΠΕ: Επενδύει στην παραγωγή «πράσινων καυσίμων» χωρίς πετρέλαιο
Την παραγωγή υγρών καυσίμων χωρίς πετρέλαιο προωθεί ο όμιλος των Ελληνικών Πετρελαίων στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης και της πολιτικής μείωσης των εκπομπών άνθρακα.
Στόχος είναι η παραγωγή καυσίμων που δεν θα προέρχονται από ορυκτούς υδρογονάνθρακες, αλλά από βιομάζα, δεσμευμένο διοξείδιο του άνθρακα, απόβλητα κλπ., θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα υφιστάμενα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης και θα έχουν χαμηλό ή μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα.
Οι νέες τεχνολογίες των "πράσινων" καυσίμων παρουσιάστηκαν σε σειρά εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν το Σαββατοκύριακο στην πόλη Pau της Γαλλίας, όπου έγινε, μεταξύ άλλων, και αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων που κινούνται με εναλλακτικά καύσιμα ενώ παρουσιάστηκε και το πρώτο αστικό λεωφορείο που κινείται με υδρογόνο. Στο Grand Prix της Pau, διοργανώθηκαν 6 διαφορετικές κατηγορίες αγώνων με οχήματα που χρησιμοποιούν ηλεκτροκίνηση, υδρογόνο και βιοκαύσιμα.
Στις εκδηλώσεις συμμετείχε ο ευρωπαϊκός οργανισμός διύλισης FuelsEurope, μέλος του οποίου είναι τα Ελληνικά Πετρέλαια.
Όπως επεσήμανε σε δηλώσεις του ο γενικός διευθυντής της FuelsEurope John Cooper, ο συνδυασμός της ηλεκτροκίνησης με τεχνολογίες χαμηλού άνθρακα μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη απανθρακοποίηση των μεταφορών και, επιπλέον, σε ανεκτό κόστος για τους καταναλωτές και τους φορολογούμενους, δεδομένου ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα στις περισσότερες αγορές του κόσμου είναι ακριβότερα από τα συμβατικά χωρίς επιδότηση της τιμής αγοράς.
Αίτημα της FuelsEurope προς τα ευρωπαϊκά όργανα και τις κυβερνήσεις των χωρών - μελών είναι να δοθούν φορολογικά κίνητρα για την παραγωγή των νέων καυσίμων τα οποία μπορούν ως το 2050 να εισφέρουν 160 εκατ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου, από τους 350 εκατ. που είναι σήμερα η κατανάλωση στην Ευρώπη, συμβάλλοντας στην κατάργηση των ορυκτών καυσίμων.
Οι νέες πρώτες ύλες για την παραγωγή υγρών καυσίμων αντί για το αργό πετρέλαιο θα μπορούν να είναι η βιομάζα, οι ΑΠΕ, τα απόβλητα και το δεσμευμένο διοξείδιο του άνθρακα που θα αξιοποιούνται για την παραγωγή βιώσιμων βιοκαυσίμων, HVO (υδρογονωμένων φυτικών ελαίων), συνθετικών καυσίμων, καθαρού υδρογόνου ή/και καυσίμων από ανακυκλωμένο πλαστικό.
Το «Διυλιστήριο του μέλλοντος» θα είναι ο κόμβος όπου όλα αυτά τα διαφορετικά καύσιμα θα υποβάλλονται σε επεξεργασία ώστε να συμμορφώνονται με τις βιομηχανικές προδιαγραφές, π.χ. της αυτοκινητοβιομηχανίας ή της πετροχημικής βιομηχανίας.
Το πρόγραμμα "Vision 2025" των ΕΛΠΕ, όπως έχει δηλώσει ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Ανδρέας Σιάμισιης περιλαμβάνει επενδύσεις ύψους 3,5-4 δισ. ευρώ για τα επόμενα 5 με 10 χρόνια, που κατανέμονται 50 - 50 αφενός στη νέα ενέργεια και σε κλάδους με χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και αφετέρου τη διατήρηση της παραδοσιακής δραστηριότητας και τη βελτιστοποίηση του περιβαλλοντικού αποτυπώματός της.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως τονίζουν τα ΕΛΠΕ, "το διυλιστήριο Ελευσίνας θα αναδειχθεί σε υπόδειγμα της ενεργειακής μετάβασης και μείωσης των εκπομπών άνθρακα, μέσω επενδύσεων σε ενέργειες βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, σε μονάδα συμπαραγωγής για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών και διευκόλυνση έργων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, σε μονάδα μπλε υδρογόνου μέσω δέσμευσης άνθρακα στην υπάρχουσα παραγωγή υδρογόνου, σε πιλοτική μονάδα πράσινου υδρογόνου μέσω της χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και σε μονάδα παραγωγής ηλιακής ενέργειας. Παράλληλα, το διυλιστήριο Θεσσαλονίκης θα αναβαθμιστεί μέσω μονάδας συμπαραγωγής βιοντιζέλ 2ης γενεάς, για την αύξηση βιώσιμων πρώτων υλών των προϊόντων μας".
Στα πλεονεκτήματα των "πράσινων" καυσίμων περιλαμβάνονται ακόμη τα εξής:
- Μειώνουν τις εκπομπές CO2 κατά 90% στον τομέα των μεταφορών σε σχέση με τη βενζίνη και το diesel
- Αποτελούν την πλέον αποτελεσματική λύση για τη μείωση των εκπομπών από τα περίπου 200 εκ. οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης που θα παραμείνουν σε κυκλοφορία μετά το 2030
- Μειώνουν την πίεση για τα δημόσια οικονομικά που ενέχει ο πλήρης εξηλεκτρισμός του στόλου και η ανάπτυξη νέων υποδομών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και ταχείας φόρτισης
- Δίνουν τη δυνατότητα επιλογής στους καταναλωτές μεταξύ των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών CO2, καθιστώντας την μετάβαση προσιτή σε όλους.