
Κάθε φορά που περνάς με τον Ηλεκτρικό, λίγο πριν ή λίγο μετά τα Άνω Πατήσια, ανάλογα την κατεύθυνση, το βλέπεις. Δίπλα στο Β’ Νεκροταφείο, στέκει αγέρωχο ένα βιομηχανικό «κουφάρι», το παλιό εργοστάσιο της Εριουργίας. Απομεινάρι της βιομηχανικής ανάπτυξης της Αθήνας τον 20ό αιώνα, σε μια περιοχή που ονομάστηκε κάποτε μικρό «Μάντσεστερ». Ένα κτίριο που στις αρχές Απριλίου τυλίχθηκε στις φλόγες για πολλοστή φορά, με την φωτιά να καταστρέφει ένα κομμάτι του χώρου και να απειλεί τις γύρω κατοικίες.

Περισσός και Νέα Ιωνία, κάποτε αυτή η περιοχή ήταν γεμάτη από μικρές βιομηχανικές μονάδες και βιοτεχνίες. Κλωστοϋφαντουργία, ταπητουργία, βυρσοδεψία, υποδηματοποιία, αλλά και επισκευές μηχανών, τυπογραφία, βιοτεχνίες τροφίμων και ποτών. Τα Άνω Πατήσια, στα οποία λειτουργούσε για 70 περίπου χρόνια η Ελληνική Εριουργία, ήταν ένα δεύτερο μικρότερο βιοτεχνικό κέντρο, στα σύνορα με τις άλλες περιοχές.

Η ιστορία του εργοστασίου
Η εριουργία είναι ένας κλάδος της υφαντουργίας, προέρχεται από το τις λέξεις έριον (μαλλί) και έργο. Είναι η διαδικασία της επεξεργασίας του μαλλιού, για την παραγωγή υφάσματος και προϊόντων που βασίζονται στο μαλλί, δηλαδή κάθε είδους ρούχα, κουβέρτες, χαλιά και άλλα.
Όπως διαβάζουμε στο αφιέρωμα του αρχιτέκτονα Νίκου Στάμου, για τη Monumenta, το εργοστάσιο που στέγαζε την Ελληνική Εριουργία χτίστηκε το 1914.
Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης οφείλεται στο ομαλό έδαφος, γεμάτο αμπέλια και κήπους τότε, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε η πρόσβαση σε άφθονο νερό από το κοντινό ρέμα του Ποδονίφτη. Επιπλέον, ήταν κοντά η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Κηφισιάς.

Μάλιστα, μέχρι το 1920 υπήρχαν τρία εργοστάσια εριουργίας στην περιοχή, σε απόσταση 500 μέτρων το ένα από το άλλο.
Το εργοστάσιο της Ελληνικής Εριουργίας ξεκίνησε με το κτίριο της κλιμακωτής όψης που παραπέμπει σε μνημειακή αρχιτεκτονική.

Αποτελούνταν από έξι πτέρυγες, που εξυπηρετούσαν όλες τις λειτουργίες. Περιλάμβαναν το μηχανοστάσιο, αίθουσα μηχανών για το πρώτο και το τελευταίο «ξάσιμο», αίθουσα με κλωστικά μηχανήματα για το πρώτο κλώσιμο, διπλοστρεπτικές μηχανές «τέλειου κλωσίματος», τμήμα παρασκευής στημόνων, φινιστήριο και αίθουσες γυναικείων και ανδρικών υφασμάτων. Με λίγα λόγια, εκεί γινόταν η διαδικασία της κλώσης και της ύφανσης. Έμπαινε το μαλλί και έβγαινε ρούχο, κουβέρτα, προϊόν έτοιμο για χρήση.

Αργότερα χτίστηκαν καινούργιες εγκαταστάσεις ακριβώς δίπλα από το αρχικό εργοστάσιο με παράλληλες πτέρυγες με οδοντωτή οροφή και ανοίγματα προς τον βορρά.

Μετά από αρκετές επεκτάσεις και νέα κτίρια, οι συνολικές εγκαταστάσεις του εργοστασίου καταλάμβαναν 28.000 τ.μ, Το εργοστάσιο παρήγαγε παντός είδους μάλλινα είδη, υφάσματα ανδρικά και γυναικεία, κουβέρτες κοινές και πολυτελείας, στρατιωτικά είδη.

Ιδρυτής και ιδιοκτήτης του εργοστασίου ήταν ο Νικόλαος Κυρκίνης, ο οποίος είχε ιδρύσει και άλλες βιομηχανικές μονάδες στην ευρύτερη περιοχή.

Το εργοστάσιο της Εριουργίας, περνώντας από πολλά «κύματα», ιδιοκτησιακά και επιχειρηματικά, συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1986, όταν διακόπτεται οριστικά η λειτουργία της. Στο μεσοδιάστημα και συγκεκριμένα το 1983, η Εριουργία παρασυρόμενη από την ΠΥΡΚΑΛ, εταιρία συμφερόντων Μποδοσάκη στην οποία είχε περάσει το σύνολο των μετοχών της, κρατικοποιείται.

Ένας κοινόχρηστος χώρος που ποτέ δεν έγινε
Από την παύση της λειτουργίας της και μετά, η Ελληνική Εριουργία φιλοξενεί διάφορες χρήσεις, αποθηκευτικές, βιοτεχνικές, περισσότερο ή λιγότερο επίσημα. Εδώ και πολλά χρόνια, όμως διεκδικείται από τους κατοίκους της περιοχής για να αποδοθεί σε δημόσια χρήση, να γίνει ένας «ζωντανός» χώρος πρασίνου, πολιτισμού και αστικής μνήμης.
Μιλώντας στο Flash.gr, ο Μανόλης Αθανασάκης, α’ αντιπρόεδρος του Συλλόγου «Πολίτες της Ριζούπολης», τονίζει ότι ο χώρος του εργοστασίου της Ελληνικής Εριουργίας «έσπασε» ιδιοκτησιακά σε δύο τμήματα: το ένα «πέρασε» στον πρώην Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (σήμερα ΚΤ.ΥΠ.) με στόχο να ανεγερθεί σχολείο. Κάτι που ποτέ δεν έγινε.
Το άλλο κομμάτι παρέμεινε ιδιοκτησία της Ελληνικής Εριουργίας (κομμάτι της κρατικής ΠΥΡΚΑΛ και στη συνέχεια Ελληνική Αμυντικά Συστήματα) και βρισκόταν υπό απαλλοτρίωση από το Δημόσιο, ώστε να γίνει κοινόχρηστος χώρος πρασίνου. Κάτι που επίσης δεν έγινε. Στο μεταξύ, το 1999, το επίμηκες κτήριο του υφαντηρίου, η καμινάδα του εργοστασίου καθώς και η πρόσοψη του πρώτου εργοστασίου της Εριουργίας, χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα μνημεία. Τα κτίρια αυτά ποτέ δεν αναδείχθηκαν και σήμερα κινδυνεύουν με ολοκληρωτική καταστροφή.
Οι αγώνες για να μην τσιμεντοποιηθεί ο χώρος
«Από το 2008, η ‘Ελληνική Εριουργία’ ζήτησε να αρθεί η απαλλοτρίωση επειδή η Πολιτεία δεν ήταν συνεπής με την υλοποίησή της. Έγιναν πολλές δικαστικές κινήσεις όλο αυτό το διάστημα. Πέρασε και από δημοτικά συμβούλια δύο φορές, το 2016 και το 2018. Το δημοτικό συμβούλιο πέρασε αποφάσεις κατά πλειοψηφία, που γνωμοδοτούσαν να αρθεί ο χαρακτηρισμός ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου και να καταστεί οικοδομήσιμος», υπογραμμίζει ο Μανόλης Αθανασάκης.
«Αυτό το ζητούσε η Ελληνική Εριουργία που τότε δεν ξέραμε ως κάτοικοι ότι είχε περάσει ιδιοκτησιακά στο κράτος, στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ), που εποπτεύεται από το Υπουργείο Οικονομικών. Αυτό το μάθαμε σχετικά πρόσφατα. Αρχές Νοεμβρίου του 2023, επιδίδεται στους κατοίκους της περιοχής απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΚΕΣΥΠΟΘΑ), η οποία έλεγε ότι ο χώρος καθίσταται οικοδομήσιμος. Αμέσως ως κάτοικοι κινητοποιηθήκαμε, στείλαμε διαμαρτυρία στο Δήμο. Οι κάτοικοι της περιοχής οργανώθηκαν και υπέβαλαν ενστάσεις στην απόφαση του ΚΕΣΥΠΟΘΑ», αναφέρει ο αντιπρόεδρος του Συλλόγου «Πολίτες της Ριζούπολης».
«Η απόφαση του ΚΕΣΥΠΟΘΑ ήταν εξωφρενική. Όχι μόνο έπαυε ο χαρακτηρισμός ως κοινόχρηστο πράσινο, αλλά προέβλεπε κάτι συντελεστές δόμησης εξωφρενικούς, συντελεστή 2,6 και ποσοστό κάλυψης 70%. Οι χρήσεις που προβλέπονταν ήταν κατοικία, κοινωνική πρόνοια, αλλά και εστίαση, αναψυκτήρια, εμπόριο, τουριστικά καταλύματα κλπ. Θα μιλούσαμε για μια πλήρη τσιμεντοποίηση», δηλώνει. Η υπόθεση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα στάσιμη.
Όπως τονίζει ο κ. Αθανασάκης, μέχρι στιγμής, η δημοτική αρχή Δούκα, δεν έχει πάρει κάποια επίσημη θέση για το τι πρέπει να γίνει σε αυτόν το χώρο, «με εξαίρεση την πλειοψηφία της δημοτικής Αρχής στο κοινοτικό συμβούλιο της 5ης Κοινότητας, η οποία συντάχθηκε με το να παραμείνει ο χαρακτηρισμός ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου». «Αλλά ο ρόλος του κοινοτικού συμβουλίου είναι καθαρά συμβουλευτικός», προσθέτει.
«Στη γειτονιά χρειαζόμαστε πράσινο, όχι άλλο ένα χώρο τσιμέντου»
«Ο χώρος αυτός είναι σε μια περιοχή πολύ 'φορτωμένη'. Μιλάμε για τα Άνω Πατήσια, είναι τσιμεντοποιημένη εδώ και δεκαετίες. Αυτός ο χώρος λοιπόν μπορεί να γίνει ένα πάρκο αναψυχής, με πράσινο, με κάποιες αθλητικές εγκαταστάσεις, με τα διατηρητέα κτίρια εντός του να αναδειχθούν», επισημαίνει ο Μανόλης Αθανασάκης.
«Ένα κομμάτι θα μπορούσε να γίνει μονάδα για τη δίχρονη προσχολική αγωγή», σημειώνει.
«Εφόσον πλέον ο χώρος της Εριουργίας ανήκει στο Δημόσιο, θα μπορούσε σήμερα –και αυτό είναι μία πρόταση των κατοίκων και του τοπικού κινήματος- να παραχωρηθεί η χρήση του στο Δήμο Αθηναίων για να φτιαχτεί ο κοινόχρηστος χώρος πρασίνου και οι χρήσεις που είπαμε», εξηγεί ο αντιπρόεδρος του συλλόγου «Πολίτες της Ριζούπολης».
«Μιλάμε βέβαια για μια παραχώρηση κάποιων δεκαετιών, όχι μικρής διάρκειας, για να μην βρεθούμε πάλι σε λίγα χρόνια να συζητάμε ξανά για τη σωτηρία του χώρου από την τσιμεντοποίηση», υπογραμμίζει.
Η εγκατάλειψη και οι συνεχείς φωτιές
Όπως εξηγεί ο κ. Αθανασάκης, το κτίριο της Εριουργίας, τα τελευταία πολλά χρόνια, έχει παραδοθεί στην εγκατάλειψη. «Το κτίριο παλιότερα ήταν τουλάχιστον φυλασσόμενο, εδώ και κάποιους μήνες είναι τελείως ανοιχτό -έτσι μας λένε οι κάτοικοι που μένουν κοντά».
«Στα χρόνια που σταμάτησε να λειτουργεί η Εριουργία, λειτούργησαν εκεί διάφορες μικρές βιοτεχνίες, ξυλουργείο, βιοτεχνία πλαστικών, εκεί μέσα αποθηκεύτηκαν διάφορα υλικά, αρκετά εύφλεκτα», αναφέρει.
«Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν απανωτές πυρκαγιές, μέχρι την πιο πρόσφατη στις αρχές Απριλίου που ήταν και η μεγαλύτερη. Η προηγούμενη από αυτή ήταν μόλις 10 ημέρες πριν. Εμείς τότε ως Σύλλογος είχαμε βγάλει ανακοίνωση και είχαμε αναδείξει το ζήτημα της εγκατάλειψης», υπογραμμίζει.
«Χρειάζεται άμεσα να καθαριστεί ο χώρος. Αυτό πρέπει να γίνει με ευθύνη του ιδιοκτήτη. Ο χώρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει ‘μπουρλότο’, για να μην αναφέρουμε ότι είναι χαρακτηρισμένο μνημείο», τονίζει ο κ. Αθανασάκης.
Υπογραμμίζει δε ότι η εγκατάλειψη «σε μία σειρά εμβληματικών κτιρίων της ευρύτερης περιοχής, που έχουν κηρυχθεί διατηρητέα, όπως είναι το παλιό εργοστάσιο της δισκογραφικής Columbia ή η βίλα Κλωναρίδη», είναι φυσιολογικό να γεννά και κάποιες υποψίες στον κόσμο της γειτονιάς.
Ευτυχώς, σημειώνει, η τελευταία φωτιά στην Εριουργία προξένησε ζημιές σε ένα μέρος του κτιρίου, δεν επέφερε πλήρη καταστροφή. Ποιος ξέρει όμως τι θα γίνει την επόμενη φορά…