Όλα τα λεφτά στο νοίκι - Πως εξανεμίζεται το εισόδημα των Ελλήνων
Τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο κόστος στέγασης έχουν τα ελληνικά νοικοκυριά καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι οι δαπάνες για τη στέγαση απορροφούν περισσότερα από τα 30% του διαθέσιμου εισοδήματος την ώρα που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ των 27 είναι κάτω από 20%.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, η χώρα μας κατατάσσεται στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το κόστος στέγασης.
Οι δαπάνες «εξαφανίζουν» το 34,2% του εισοδήματος έναντι 19,9% στην ΕΕ
Πιο συγκεκριμένα το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 34,2% για το 2022, έναντι 19,9% κατά μέσο όρο για την Ευρώπη των 27. Επιπρόσθετα ο δείκτης υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω κόστους στέγασης λαμβάνει για την Ελλάδα την υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ, καθώς το 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε 9,4%.
Η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη επηρεάζεται από το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία εργαζόμενος με μέσο καθαρό μισθό 800 ευρώ το μήνα θα πρέπει να ξοδέψει 274 ευρώ δηλαδή πάνω από το ένα τρίτο των αποδοχών του προκειμένου να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες. Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι μισθοί στη χώρα μας είναι αισθητά χαμηλότεροι συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης προκύπτει ότι για τα ελληνικά νοικοκυριά το διαθέσιμο εισόδημα που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών στέγασης είναι εξαιρετικά περιορισμένο για την κάλυψη των άλλων βασικών αναγκών όπως είναι η διατροφή.
Αποκαλυπτικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος
Πέραν του υψηλού κόστους στέγασης η Τράπεζα της Ελλάδος χτυπά καμπανάκι για τα νοικοκυριά από την αύξηση του πληθωρισμού, των επιτοκίων και των τιμών των κατοικιών. Σε ειδικό κεφάλαιο με το τίτλο κίνδυνος εισοδήματος για τα νοικοκυριά οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν ότι η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την ευχέρεια εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία των τριμηνιαίων μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών των θεσμικών τομέων που καταρτίζει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 11,3% το α΄ τρίμηνο του 2023 σε ετήσια βάση, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 5,8% ως συνέπεια του πληθωρισμού.
Η αύξηση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών την εν λόγω περίοδο αποδίδεται κυρίως στη θετική συμβολή του εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων, η σημαντική άνοδος του οποίου μπορεί να αποδοθεί στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και ενδεχομένως στη μετακύλιση του δευτερευόντως στην άνοδο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά απασχολούμενο.
Η Έκθεση εκπέμπει σήμα κινδύνου για τις επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων στο εισόδημα των νοικοκυριών επισημαίνοντας ότι λόγω της αναπροσαρμογής των επιτοκίων από την ΕΚΤ το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 207 μονάδες βάσης φθάνοντας στο 6,1% το Σεπτέμβριο από 4% τον Ιούλιος του 2022.
Πιο αισθητή η αύξηση στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά
Η αύξηση αυτή ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 226 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 4,4%, Ιούλιος 2022: 2,2%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε μόνο κατά 127 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 5,2%, Ιούλιος 2022: 3,9%).
Η αύξηση στο μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου (69 μονάδες βάσης για δάνεια με διάρκεια έως ένα έτος, 118 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω του ενός έτους και έως πέντε έτη, και 170 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω των πέντε ετών).
Λόγω της αύξησης των δόσεων για την εξυπηρέτηση των δανείων οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρουσίασαν για τα στεγαστικά δάνεια σημαντική αύξηση το 2023.
Όπως προκύπτει από το σχετικό πίνακα η μέση δαπάνη για τόκους στεγαστικών δανείων κινείται φέτος στο 30% του διαθέσιμου εισοδήματος έναντι 19% το 2022. Ωστόσο, το μέσο ετήσιο υπόλοιπο των δανείων προς τα νοικοκυριά ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματός τους μειώθηκε περαιτέρω χάρη στη μείωση του μέσου υπολοίπου των δανείων προς τα νοικοκυριά και στην αύξηση του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Φωτιά οι τιμές στα ακίνητα
Ένας ακόμα κίνδυνος για τα νοικοκυριά προέρχεται από την αύξηση των τιμών στα ακίνητα που συνεχίστηκε το πρώτο εξάμηνο του 2023. Ειδικότερα οι τιμές των διαμερισμάτων σε ονομαστικούς όρους αυξήθηκαν το δεύτερο τρίμηνο του 2023 κατά 13,9% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 11,8% το 2022.
Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων ηλικίας έως 5 ετών το δεύτερο τρίμηνο 2023 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%, ενώ οι τιμές των παλαιών διαμερισμάτων κατά 14,1%.
Με διάκριση κατά γεωγραφική περιοχή ισχυροί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη (16,4%) και σε άλλες μεγάλες πόλεις (14,6%), οι οποίοι υπερβαίνουν τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό αύξησης για το σύνολο της χώρας.
Σχετικά με τις προσδοκίες για την ελληνική αγορά οικιστικών ακινήτων χαρακτηρίζονται θετικές, παρά τις αβεβαιότητες στην εγχώρια και την παγκόσμια οικονομία. Βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον, κυρίως από το εξωτερικό, θα παραμένει έντονο ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και για περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η αγορά οικιστικών ακινήτων σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται ήδη σε πορεία σημαντικής διόρθωσης αναφορικά με τον αριθμό των συναλλαγών, τις τιμές και τις αποδόσεις.
Επιπροσθέτως οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα απέχουν ακόμη από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση. Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 στις 101,7 μονάδες και στη συνέχεια ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, για να καταγραφεί η χαμηλότερη τιμή το 2017 στις 59 μονάδες.
Έκτοτε ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 90,6 το δεύτερο τρίμηνο 2023, υπολειπόμενος κατά 11,1% από την υψηλότερη τιμή που είχε φθάσει. Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 98,5 με βάση τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου 2023, έναντι 94,8 το τέταρτο τρίμηνο του 2022.
Πάντως ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με το δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει ιστορικά και ήταν 124,3 το τρίτο τρίμηνο του 2011.