Εκλογικές Τάσεις: Σε ιστορικό χαμηλό η διαφορά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ
Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς δημοσιεύει τη 12η κατά σειρά έκδοση των Εκλογικών Τάσεων, της περιοδικής ανάλυσης των δημοσκοπικών ευρημάτων που πραγματοποιούν σε τακτά χρονικά διαστήματα από τον Οκτώβριο του 2019 για λογαριασμό του, η Δανάη Κολτσίδα, πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του ΙΝΠ, και ο Κώστας Πουλάκης, μαθηματικός.
Η τρέχουσα έκδοση, που -όπως σημειώνουν οι συγγραφείς- θα είναι λογικά η προτελευταία ή, ανάλογα με τις εξελίξεις, και η τελευταία ενδεχομένως πριν τις εκλογές του 2023, καλύπτει την περίοδο από το τέλος Αυγούστου μέχρι και τα μέσα Δεκεμβρίου και αναλύει τα ευρήματα συνολικά 44 ερευνών από 14 διαφορετικές εταιρίες.
Εκτός των ευρημάτων ερευνών που αφορούν την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική συγκυρία, με ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα της ακρίβειας και των σκανδάλων, ιδίως των υποκλοπών, που κατά τους συγγραφείς τείνουν να γίνουν χαρακτηριστικά της τρέχουσας περιόδου προσδίδοντας σε αυτή χαρακτήρα ενός «παρατεταμένου γκρίζου», οι Εκλογικές Τάσεις #12 περιλαμβάνουν και όλους τους διαχρονικούς δείκτες που παρακολουθεί η συγκεκριμένη μελέτη, και ειδικότερα:
την ικανοποίηση από την κυβέρνηση και τις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπου καταγράφεται μεγαλύτερη ικανοποίηση από τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ έναντι της ΝΔ.
Tις δημοτικότητες των πολιτικών αρχηγών, με τον πρωθυπουργό να είναι ο μόνος που καταγράφει ουσιώδη πτώση, ως αποτέλεσμα πιθανότατα του σκανδάλου των υποκλοπών
Tον «καταλληλότερο πρωθυπουργό», που -αν και αποτελεί τον δυσκολότερο για τον εκάστοτε διεκδικητή δείκτη- αποτυπώνει και αυτός την τάση σύγκλισης μεταξύ όχι μόνο των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά και των ηγετών τους
Tην πρόθεση ψήφου, στην οποία η διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων καταγράφει το ιστορικά χαμηλό της από τις εκλογές του 2019 και μετά, έχοντας φτάσει τις 4,3 ποσοστιαίες μονάδες
Tη συσπείρωση και τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, όπου επίσης καταγράφονται τάσεις σύγκλισης και ισορροπίας μεταξύ τους
Tην «ακτινογραφία» της λεγόμενης «αδιευκρίνιστης ψήφου» από την οποία φαίνεται ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν περιθώρια άντλησης ψηφοφόρων