«Εκεί που ήσουν ήμουνα»: Όταν ο Ερντογάν φυλακίστηκε ως δήμαρχος και μετά έγινε ηγέτης της Τουρκίας
Η εικόνα του νυν πανίσχυρου ηγέτη της Τουρκίας δεν έχει καμία σχέση με τα πρώτα χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, όταν ήταν διωκόμενος και είχε φυλακιστεί για τις απόψεις του.

Η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, για υποθέσεις διαφθοράς, έπεσε σαν «βόμβα» στην Τουρκία και προκάλεσε διεθνή κατακραυγή, καθώς ο βασικός πολιτικός αντίπαλος του Ταγίπ Ερντογάν στη χώρα οδηγείται πλέον στη φυλακή.
Με τον επικεφαλής του κόμματος της αντιπολίτευσης CHP, Οζγκούρ Οζέλ, να χαρακτηρίζει «πραξικόπημα» τη σύλληψη Ιμάμογλου, στην Τουρκία έχει επιβληθεί απαγόρευση συγκεντρώσεων και συναθροίσεων για 4 ημέρες.

Ο Εκρέμ Ιμάμογλου έχει αυξήσει κατακόρυφα τη δημοτικότητά του τα τελευταία χρόνια και μετά τη σύλληψή του, με τον Ερντογάν να «αισθάνεται την ανάσα του» και η ιστορία του μοιάζει να «καθρεφτίζει» την ιστορία του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Ερντογάν, έχοντας εδραιώσει την εξουσία του με πολλούς τρόπους, που έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς -εντός και εκτός Τουρκίας- ως όχι ιδιαίτερα δημοκρατικοί, βίωσε ωστόσο μία περίοδο στο παρελθόν που ήταν και αυτός διωκόμενος από την τότε εξουσία.
Η δημαρχία και η φυλάκιση
Στις δημοτικές εκλογές του 1994, ο 40χρονος τότε Ερντογάν έθεσε για πρώτη φορά υποψηφιότητα για δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης. Κέρδισε τις εκλογές με 25,19% της λαϊκής ψήφου και ήταν η πρώτη φορά που εξελέγη στην Κωνσταντινούπολη δήμαρχος από το Ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, το Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε παράνομο από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν, ο Ερντογάν έγινε ένας από τους κύριους ομιλητές.
Τον Δεκέμβριο του 1997, σε διαδήλωση στην περιοχή του Σιίρτ, ο Ταγίπ Ερντογάν απήγγειλε ένα ποίημα του Τούρκου εθνικιστή ποιητή των αρχών του 20ού αιώνα Ζιγιά Γκιοκάλπ. Η δημόσια ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως προτροπή για τέλεση αδικήματος και υποκίνηση σε θρησκευτικό ή φυλετικό μίσος.

Το ποίημα έλεγε: «Οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι θόλοι είναι τα κράνη μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας. Αυτόν τον στρατό περιμένει η θρησκεία μου».
Ο Ερντογάν ωθήθηκε σε παραίτηση από την θέση του δημάρχου το 1998 και τελικά καταδικάστηκε το 1999 σε δεκάμηνη φυλάκιση, που συνοδεύτηκε από αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων για το συγκεκριμένο διάστημα. Η ποινή του ολοκληρώθηκε στις 24 Ιουλίου 1999.
Ο Ερντογάν υπήρξε για πολλά χρόνια μέλος πολιτικών κομμάτων που απαγορεύονταν συνεχώς από τον στρατό ή τους δικαστές. Η συνέχεια όμως έμελλε να τον δικαιώσει.
Την περίοδο που ήταν μέλος στο κόμμα της Αρετής (1997 - 2001) υπήρχε έντονος προβληματισμός ως προς την επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στις παραδοσιακές πολιτικές και τις μεταρρυθμιστικές.
Ο δρόμος προς την εξουσία
Ο Ταγίπ Ερντογάν ήθελε ένα κόμμα που θα μπορούσε να λειτουργεί εντός των ορίων του συστήματος, και επομένως να μην απαγορευθεί όπως τα προηγούμενα κόμματα, το Κόμμα Εθνικής Τάξης, το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας και το Κόμμα Ευημερίας. Ήθελε να δώσει στο κόμμα τον χαρακτήρα ενός συνηθισμένου συντηρητικού κόμματος με τα μέλη του να είναι Μουσουλμάνοι Δημοκράτες, ακολουθώντας το παράδειγμα των Χριστιανοδημοκρατών της Ευρώπης.
Όταν το Κόμμα της Αρετής απαγορεύτηκε και αυτό με τη σειρά του, το 2001, έλαβε χώρα μια οριστική διάσπαση: ένα κομμάτι των μελών ίδρυσε το Κόμμα Ευτυχίας (SP) και οι μεταρρυθμιστές ίδρυσαν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) υπό την ηγεσία του Αμπντουλάχ Γκιουλ και του Ταγίπ Ερντογάν.
Οι φιλο-μεταρρυθμιστικοί πολιτικοί συνειδητοποίησαν ότι ένα ισλαμικό κόμμα δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτό ως κυβερνών κόμμα από τον κρατικό μηχανισμό έχοντας ταυτόγχρονα και περιορισμένη επιρροή στο εκλογικό σώμα.
Έτσι, το κόμμα AKP τοποθετήθηκε εμφατικά ως ένα ευρύ δημοκρατικό συντηρητικό κόμμα με νέους πολιτικούς από το κέντρο (όπως ο Αλί Μπαμπατζάν και ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου), ενώ παράλληλα έδινε έμφαση στο σεβασμό στους ισλαμικούς κανόνες και αξίες.

Το AKP κέρδισε τις εκλογές της Τουρκίας το 2002 με 34% των ψήφων και ο Ταγίπ Ερντογάν, μετά από χρόνια προσπαθειών να παραμείνει όρθιος σε ένα εχθρικό περιβάλλον, είδε το κόμμα του να αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της χώρας.
Ο ίδιος δεν μπόρεσε να γίνει άμεσα πρωθυπουργός, λόγω κωλύματος εκλογιμότητας. Πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο στενός του συνεργάτης, Αμπντουλάχ Γκιουλ. Ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας στις 14 Μαρτίου 200 και από τότε δεν έχει χάσει ποτέ.
Από το 2014 και μετά εκλέγεται πρόεδρος της χώρας, με το αξίωμα του προέδρου να έχει αποκτήσει περισσότερο εκτελεστικά καθήκοντα.
Απομένει να δούμε αν η ιστορία αυτή τελικά επαναληφθεί... «από την ανάποδη» και αν η σύλληψη Ιμάμογλου, που φυσικά αποτυπώνει μια συγκεκριμένη στρατηγική κίνηση του Ερντογάν, αποτελέσει τελικά την «αρχή του τέλους» για τον νυν πρόεδρο της Τουρκίας.