«Σκότωσα τον άνθρωπο που δηλητηρίαζε το παιδί μου». Τον νόμο στα χέρια του πήρε ο 50χρονος στον Βόλο που εκτέλεσε με καραμπίνα τον αδελφό της δεύτερης συζύγου του, όταν ενημερώθηκε πως ο 33χρονος βίαζε συστηματικά τη 18χρονη σήμερα κόρη του, από την τρυφερή ηλικία των 9 ετών.
Το θύμα μάλιστα φέρεται να την εκβίαζε με την δημοσιοποίηση βιντεοληπτικού και φωτογραφικού υλικού από τις αρρωστημένες πράξεις του αποσπώντας της έτσι χρηματικά ποσά. Μπροστά στις απειλές και στο οικονομικό αδιέξοδο η κοπέλα αναγκάστηκε να «σπάσει» και να εκμυστηρευτεί στον πατέρα της την φρικτή αλήθεια. Αλήθεια που μπροστά στην τιμή της κόρης του στάθηκε ικανή για να οπλίσει το χέρι του. Έτσι αποφάσισε την αυτοδικία. Αυτοδικία που ξυπνά νοσηρές μνήμες από το παρελθόν, όταν η ανθρώπινη ζωή δεν είχε καμία αξία.
Κρήτη 1950: Η 26χρονη που πυροβόλησε και σκότωσε τον άντρα που την «ατίμασε» αλλά δεν την παντρευόταν...
«Για μένα δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ό,τι είχα για προίκα το έδωσε μια νύχτα στον Στέφανο, χωρίς να το καταλάβω. Από εκείνο το βράδυ δεν ήμουν μόνο μια φτωχή κοπέλα, αλλά και μια άτιμη» είχε καταθέσει στις αρχές.
Η Ανδρομάχη γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης. Στα 26, αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι και την οικογένειά της για να δουλέψει στο Ηράκλειο. Βρήκε δουλειά μέσω της ξαδέλφης της σε μια σταφιδαποθήκη. Έμενε σε ένα μικρό δωμάτιο στο κέντρο και ό,τι χρήματα της περίσσευαν, τα έστελνε πίσω στην οικογένειά της. Στις 9 Νοεμβρίου του 1959, η ξαδέλφη της είπε για ένα όμορφο νεαρό με τον οποίο θα ταίριαζαν πολύ. Η Ανδρομάχη της ξεκαθάρισε ότι αν ο νεαρός δεν είχε καλούς σκοπούς, δεν ήθελε να τον γνωρίσει. Η ξαδέλφη την διαβεβαίωσε ότι ήταν σωστός και ηθικός. Συναντήθηκαν το ίδιο βράδυ. Το επόμενο βράδυ πήγαν σε ένα πανηγύρι. Το γλέντι κράτησε μέχρι αργά και οι δύο νέοι έπιναν κρασί και συζητούσαν.
Όταν γύρισαν στο Ηράκλειο, ο νεαρός Στέφανος έχοντας πάρει θάρρος από το αλκοόλ, της εκμυστηρεύτηκε ότι την αγαπούσε και ήθελε να περάσουν μαζί τη νύχτα. Η Ανδρομάχη, ζαλισμένη και εκείνη από το ποτό πείστηκε. Κοιμήθηκαν μαζί, αν και αργότερα η κοπέλα ισχυρίστηκε ότι δεν καταλάβαινε τι γινόταν.
Το επόμενο πρωί, η αναστατωμένη κοπέλα του είπε: “Στέφανε, μου έκανες μεγάλο κακό. Εγώ είμαι φτωχή και για προίκα δεν είχε παρά αυτό που μου πήρες χθες τη νύχτα”. Ο Στέφανος της υποσχέθηκε πως θα την παντρευόταν και πέρασε τις επόμενες τέσσερις νύχτες στο κρεβάτι της. Την πέμπτη εξαφανίστηκε. Έφυγε στην Αθήνα για να μην την ξαναδεί.
Επέστρεψε έξι μήνες αργότερα. Μέχρι τότε, η Ανδρομάχη πήγαινε τακτικά στο σπίτι του και έκανε σκηνές για να τον αναγκάσει να επιστρέψει στην Κρήτη και να την παντρευτεί. Ακόμα και στην αστυνομία πήγε με τον πατέρα της, ζητώντας να μεσολαβήσουν οι αρχές για να αποκατασταθεί η τιμή της.
Τελικά τον είδε τυχαία στο Ηράκλειο, το απόγευμα της Πέμπτης, 19 Μαΐου 1960. Τον πλησίασε και του ζήτησε να την παντρευτεί. Εκείνος την έβρισε άγρια και έφυγε. Η σκηνή επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα. Το Σάββατο, η Ανδρομάχη πήρε το πιστόλι που έκρυβε στο συρτάρι της, το έκρυψε κάτω από την φαρδιά της μπλούζα και περπάτησε μέχρι το καφενείο “Κάντια” στον κεντρικό δρόμο του Ηρακλείου. Ήταν 9 το βράδυ και ο δρόμος ήταν κατάμεστος. Ο Στέφανος καθόταν σε ένα τραπεζάκι και έπινε καφέ. Η Ανδρομάχη τον ρώτησε για ακόμα μία φορά αν θα την παντρευόταν και όταν αυτός άρχισε να της φωνάζει, σήκωσε το πιστόλι και πυροβόλησε τρεις φορές .Η Ανδρομάχη έτρεξε αμέσως στο αστυνομικό τμήμα, παραδόθηκε και μάλιστα είχε καταθέσει «Καλά έκανα και τον σκότωσα! Θα αγιασθούν τα χέρια μου!».
Μάνη: Το ανεξιχνίαστο έγκλημα τιμής, που ομολόγησε μετά από δεκαετίες ο δράστης, λίγο πριν πεθάνει
Η Μάνη ήταν από τις πρώτες περιοχές με μαζικές πληθυσμιακές εκροές. Για τους ντόπιους, ήταν το ταξίδι του «γδικιωμού». Όσοι έφευγαν, είτε επέστρεφαν δεκαετίες αργότερα, είτε λίγα χρόνια μετά τη φυγή τους, ακολουθούσε και η γυναίκα με τα παιδιά. Εγκαθίσταντο οριστικά στις ΗΠΑ και δεν επέστρεφαν στον τόπο τους.
Ήταν αρχές του 20ου αιώνα, όταν ένας άντρας έφυγε από το χωριό του τη Μάνη για να πάει στην Νέα Υόρκη. Ο αποχαιρετισμός με τη γυναίκα και τα δυο μικρά παιδιά του στο λιμάνι του Γυθείου ήταν δύσκολος. Όμως το πλάνο ήταν να μείνει για μια πενταετία στην Αμερική κι έπειτα να ξανασμίξουν. Ωστόσο, σύντομα συνέβη κάτι απρόοπτο που τον «ανάγκασε» να κάνει ένα ταξίδι-αστραπή στη Μάνη, κρυφά από όλους.
Όταν έκλεισε περίπου ένα χρόνο στα ξένα, έλαβε ένα γράμμα. Ήταν από έναν στενό φίλο του από το χωριό, ο οποίος τον ενημέρωνε ότι εν τη απουσία του, η γυναίκα του είχε συνάψει παράνομο δεσμό με έναν άλλο συγχωριανό. Συναντιούνταν κρυφά τα βράδια πλάι στο ρέμα, όπου δεν θα τους έβλεπε κανείς. «Φρόντισε ή να γυρίσεις στο χωριό, ή να την πάρεις με τα παιδιά στην Αμερική, μη μαθευτεί το κακό και γίνουμε όλοι ρεζίλι»
Ο ξενιτεμένος Μανιάτης έγινε έξαλλος και «διψούσε» για εκδίκηση. Για τα επόμενα δύο μερόνυχτα κατάστρωνε το σχέδιό του. Θα πήγαινε κρυφά απ’ όλους στη Μάνη, θα σκότωνε τον εραστή και θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη. Έπρεπε όμως να δημιουργήσει άλλοθι, έτσι ώστε κανείς να μην τον υποπτευθεί.
Αποφάσισε λοιπόν να στείλει ένα συνηθισμένο γράμμα στη γυναίκα του, μαζί με μερικά δολάρια, και να το ταχυδρομήσει την ίδια μέρα που θα σάλπαρε.
Πράγματι, δέκα μέρες αργότερα, έφτασε με το υπερωκεάνιο στην Πάτρα. Από εκεί πήγε στην Καλαμάτα και μετά με καΐκι στη Μάνη. Φρόντισε να μην τον δει κανένας συγχωριανός. Τη νύχτα περπατούσε από παράμερα μονοπάτια και την ημέρα κρυβόταν στους θάμνους. Το πρώτο βράδυ δεν πέτυχε τη γυναίκα του με τον εραστή της στο ρέμα. Το δεύτερο όμως φάνηκαν.
Ο άντρας περίμενε να τελειώσουν και αφού η γυναίκα του σηκώθηκε και κίνησε για το σπίτι, πλησίασε τον εραστή. Με δύο πιστολιές, η μία εκ των οποίων τον βρήκε κατακούτελα, τον σκότωσε ακαριαία.
Ο φονιάς έριξε μια τελευταία ματιά στο χωριό του από μακριά και το έβαλε στα πόδια. Το επόμενο πρωί ήταν ήδη στην Πάτρα. Μπήκε στο πρώτο υπερωκεάνιο και επέστρεψε στην Αμερική. Εν τω μεταξύ, το χωριό αναστατώθηκε από το φονικό. Αστυνόμοι και Χωροφύλακες από την Αρεόπολη έκαναν ανακρίσεις, αλλά δεν έβγαλαν άκρη. Ήταν τότε στη Μάνη τόσο συχνοί οι φόνοι λόγω βεντέτας, που το έγκλημα μπήκε στο αρχείο.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο μετανάστης γύρισε στο χωριό. Αγόρασε χωράφια, έφτιαξε από την αρχή το πατρικό του και διηγούταν σε όλους τα βάσανα της ξενιτιάς. Ζούσε ευτυχισμένος κοντά στην οικογένειά του. Δεν είπε ποτέ τίποτα στη γυναίκα του. Γέρασαν κι εκείνη πέθανε πρώτη. Όταν λίγο καιρό αργότερα αρρώστησε και εκείνος, αποφάσισε να βγάλει από μέσα του το μυστικό που τον βάραινε. Λίγο πριν πεθάνει, κάλεσε τον παπά για να εξομολογηθεί και για να μεταλάβει «Εγώ τον σκότωσα παπά. Σου λύνω το μυστικό μου, όταν πεθάνω πές το σ΄ όλους πως μετάνιωσα και ο Θεός να με συγχωρέσει» ήταν τα τελευταία λόγια του.
Άκης Πάνου (συνθετης): Σκότωσε τον φίλο της κόρης του επειδή δεν ενέκρινε τη σχέση της μαζί του
Ο Άκης Πάνου ήταν ένας παραδοσιακός οικογενειάρχης. Μεγάλωνε την κόρη του, Ελευθερία, και τα τρία της αδέλφια, με τις αυστηρές «σπαρτιατικές αρχές», με τις οποίες είχε μεγαλώσει και ο ίδιος. Όσο η Ελευθερία ήταν μικρή, όλα πήγαιναν καλά και η σχέση με τον πατέρα της ήταν άψογη. Όταν η κόρη του μπήκε στην εφηβεία, άρχισαν τα προβλήματα.
Ένα βράδυ, η 19χρονη πια Ελευθερία, εξαφανίστηκε από το σπίτι, αναγκάζοντας τον πατέρα της, που γενικά απέφευγε τη δημοσιότητα, να βγει στην τηλεόραση με τις πιτζάμες και να την αναζητά απεγνωσμένα.
Αν και ο Πάνου μιλούσε για απαγωγή, όλοι πίστευαν πως ήξερε που βρισκόταν η κόρη του. Έτσι, όταν αμέσως μετά την εκπομπή η μικρή τηλεφώνησε επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του. Η κόρη του είχε εγκαταλείψει την οικογένειά της και βρισκόταν στο σπίτι του αγαπημένου της, Σωτήρη Γιαλαμά.
Στο άκουσμα της είδησης, ο συνθέτης έγινε έξαλλος. Για τις δικές του αυστηρές αρχές, η πράξη της κόρης του ήταν ασυγχώρητη. Όφειλε να έχει την άδειά του και αν δεν την έδινε, όφειλε να υπακούσει. Αυτό ήταν το φυσιολογικό για τον Άκη Πάνου και το απολύτως απαράδεκτο για την κόρη του.
Λίγο αργότερα, λάδι στη φωτιά έριξε η εμφάνιση του συντρόφου της Ελευθερίας στην τηλεόραση. Ο Γιαλαμάς εμφανίστηκε με γυρισμένη την πλάτη για να απαντήσει στις κατηγορίες του προσβεβλημένου πατέρα. «Ο πατέρας της πιστεύει ότι είμαι μπράβος και η μητέρα της δεν με θέλει, γιατί είμαι ακόμα σε διάσταση με την πρώην σύζυγο και υπάρχει ένα παιδί» είπε, εκνευρίζοντας ακόμα περισσότερο τον Πάνου.
Τελικά, η 19χρονη Ελευθερία Πάνου επέστρεψε στην οικογένειά της, αλλά δεν διέκοψε της σχέση της με τον 30χρονο Σωτήρη.
Οι σχέσεις της Ελευθερίας με τον πατέρα της έχουν πλέον διαταραχτεί ανεπανόρθωτα, αλλά οι δυο τους προσπαθούν να κρατήσουν μια ισορροπία μεταξύ τους.
Μια αναπάντεχη επίσκεψη του Γιαλαμά στο σπίτι της οικογένειας θα αποβεί μοιραία. Την 1η Αυγούστου του 1997, ο Σωτήρης επισκέφθηκε τον Πάνου στο σπίτι του στην Ξάνθη με στόχο να λήξει η παρεξήγηση. Πίστευε ότι θα μπορούσαν να τα βρουν σαν άνδρες και να πείσει τον Πάνου για τις ειλικρινείς του προθέσεις.
Ο συνθέτης όμως, εγκλωβισμένος στις αξίες μιας άλλης εποχής, ξεπέρασε τα όρια ακόμη και των δικών του αρχών. Έχασε την ψυχραιμία του και ερμήνευσε με ένα δικό του υπερβολικό τρόπο την κίνηση του Γιαλαμά. Θεώρησε μεγάλη προσβολή την εμφάνιση του «αγαπητικού» της κόρης του μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αποφάσισε να λύσει το ζήτημα με τον δικό του κώδικα τιμής.
Άρπαξε το 45αρι που κρατούσε σαν ενθύμιο από το Ναυτικό και πυροβόλησε θανάσιμα, τρεις φορές, τον Γιαλαμά. Μάλιστα, η μία σφαίρα βρήκε το θύμα στο πρόσωπο. Μάρτυρες της συνάντησης, που κατέληξε σε τραγωδία, ήταν η γυναίκα, η κόρη, αλλά και ο μικρός γιος του Πάνου. Η υπόθεση πήρε τον δρόμο της δικαιοσύνης και ο συνθέτης καταδικάστηκε σε ισόβια.
Η θρυλική εκδίκηση του Παπαδόσηφου: «Εκτέλεσε» τον φονιά του γιου του μέσα στο Εφετείο
«Ξαλάφρωσα, αγαλλίασε η ψυχή μου». Αυτά ήταν τα λόγια του Γιάννη Παπαδόσηφου, μόλις σκότωσε τον φονιά του γιού του.
Μέσα στο δικαστήριο απέδωσε αυτός τη δικαιοσύνη, όπως την έμαθε στον τόπο του. Μετά από λίγο τον πλησίασε ένας πατέρας, που του είχαν δολοφονήσει το γιο του και του είπε: «Εσύ ξαλάφρωσες».
Ήταν 7 Αυγούστου του 1983. Ο 27χρονος Μανώλης Παπαδόσηφος φεύγει από το σπίτι του στο Ρέθυμνο και πάει να συναντήσει τον Γιάννη Βενιαράκη, στην καφετέρια όπου σύχναζε. Οι δύο άντρες φιλονικούσαν συχνά και αιτία φαίνεται πως ήταν μια γυναίκα.
Ο Παπαδόσηφος αποφάσισε να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά τον Βενιαράκη. Ο δεύτερος, όταν τον είδε να έρχεται απειλητικά προς το μέρος του, σηκώθηκε από τη θέση του και ανέβηκε στο πατάρι του μαγαζιού. Οι δύο νέοι έμειναν μόνοι. Μετά από λίγα λεπτά ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο Βενιαράκης είχε πυροβολήσει τέσσερις φορές τον Μανώλη. Τα τραύματα στο στήθος ήταν θανατηφόρα.
Ο Γιάννης Βενιαράκης συνελήφθη από τις αρχές και πρωτόδικα καταδικάστηκε σε ισόβια. Πέντε χρόνια αργότερα άσκησε έφεση κατά της απόφασης.
«Δίκασα μόνος μου τον φονιά»
Η δεύτερη δίκη αποφασίστηκε να μεταφερθεί στην Αθήνα, καθώς οι αρχές φοβόντουσαν ότι θα προκληθούν επεισόδια ανάμεσα στις δύο οικογένειες.
Στο Εφετείο του Πειραιά η αίθουσα ήταν γεμάτη από μαυροφορεμένους Κρητικούς. Ανάμεσά τους και ο Γιάννης Παπαφόσηφος, ο πατέρας του Μανώλη. Εξαιτίας του πένθους, είχε αφήσει μακριά τα γένια του.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, στις 20 Δεκεμβρίου 1988, ο Παπαδόσηφος με ένα σάλτο έφτασε πίσω από τον Βενιαράκη. Έβγαλε ένα όπλο και πυροβόλησε πέντε φορές τον δολοφόνο του γιου του. Οι σφαίρες τρύπησαν το κορμί του Βενιεράκη και καρφώθηκαν στα έδρανα. Μετά το φονικό, ο Γιάννης Παπαδόσηφος μονολόγησε «τώρα λευτερώθηκα». Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε με την κατηγορία φόνου εκ προμελέτης σε 14 χρόνια φυλάκισης.
Εντύπωση και ερωτήματα προκάλεσε το γεγονός πώς ο Παπαδόσηφος κατάφερε να περάσει στην αίθουσα του δικαστηρίου οπλισμένος. Ο ίδιος ποτέ δεν το αποκάλυψε και συχνά δήλωνε ότι το είχε πάνω του, αλλά δεν τον έψαξαν οι αστυνομικοί.
Έτσι, δημιουργήθηκε ένας «μύθος», ότι ο Παπαδόσηφος είχε κρύψει το όπλο κάτω από την πυκνή γενειάδα του, που άφησε μετά τον θάνατο του γιου του και οι αστυνομικοί από σεβασμό δεν τον έψαξαν εκεί.
Ο Γιάννης Παπαδόσηφος εξέτισε πέντε χρόνια από την ποινή του και επέστρεψε στο Ρέθυμνο.
Πέθανε στις 2 Μαΐου 2012, σε ηλικία 87 ετών. Ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη ούτε μετάνιωσε για τη δολοφονία του Γιάννη Βενιαράκη.