EastMed: Οι 4 ευσεβείς πόθοι της ελληνικής στρατηγικής
Οι πρόσφατες πληροφορίες για συνεννοήσεις μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ για συνεργασία στις εξαγωγές φυσικού αερίου και το αιγυπτιακό «λάθος» στη χαρτογράφηση των οικοπέδων εκμετάλλευσης στην Ανατολική Μεσόγειο θέτουν εκτός σχεδίων τον πολυθρύλητο αγωγό EastMed και εν αμφιβόλω τη φαινομενικά αρραγή συμμαχία Αθήνας-Καΐρου-Λευκωσίας. Μια σειρά από λάθος εκτιμήσεις και υπερβολικές προσδοκίες έχτισαν στρατηγικές μακριά από την γεωπολιτική πραγματικότητα.
Στη δεκαετία του 1990 η επίλυση του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών διαφορών βασίστηκε στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η στρατηγική αυτή μετέθετε ουσιαστικά την επίλυση των προβλημάτων αυτών από την τριγωνική σχέση Ελλάδα-Τουρκία-ΗΠΑ και το πλαίσιο του ΟΗΕ στη σχέση ΕΕ-Τουρκίας, όπου η ελληνική επιρροή ήταν πολύ μεγαλύτερη. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ήταν η κορυφαία επιτυχία αυτής της στρατηγικής. Μετά όμως τη σωστή, κατά την γνώμη μου, απόρριψη του σχεδίου Ανάν, η ευρωπαϊκή στρατηγική εγκαταλείφθηκε. Άλλωστε και η ερντογανική Τουρκία δεν είχε καμία διάθεση να τηρήσει τους όρους που έθετε η ιδιότητα του υποψηφίου κράτους-μέλους. Ο Ερντογάν είχε χρησιμοποιήσει την ενταξιακή διαδικασία για να επιτύχει τη σύμπηξη μιας ευρείας πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας και να αποδυναμώσει πλήρως την κεμαλική -πολιτική και στρατιωτική- ελίτ. Στη συνέχεια, η Άγκυρα δεν είχε ανάγκη αυτό το εργαλείο και «άνοιγε τα φτερά της» προς την εκπλήρωση των ηγεμονικών αξιώσεων της στη Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Με τη ραγδαία υποχώρηση του προνομιακού για την Ελλάδα και την Κύπρο πλαισίου της ΕΕ, το «Ελ Ντοράντο» των υδρογονανθράκων και οι συμμαχίες που θα έφερνε αντιμετωπίστηκαν ως η απάντηση στο διαφαινόμενο στρατηγικό αδιέξοδο. Καθώς η ευρωζώνη επέβαλλε καθεστώς μειωμένης κυριαρχίας στην Ελλάδα και η Ουάσιγκτον δεν έδειχνε ενδιαφέρον να αναμειχθεί ενεργά στην Ανατολική Μεσόγειο, οι διάφορες τριμερείς ή τετραμερείς συμμαχίες με Ισραήλ και Αίγυπτο και εσχάτως με τα Εμιράτα παρουσιάζονταν ως μείζονες ευκαιρίες για «απομόνωση» της Τουρκίας και αποτροπή των ηγεμονικών αξιώσεων της. Μόνο που η νέα αυτή στρατηγική συμμαχιών στηριζόταν σε τέσσερις ευσεβείς πόθους.
Ο πρώτος ευσεβής πόθος ήταν ότι τα κοιτάσματα στην κυπριακή και την ελληνική ΑΟΖ θα είναι αρκετά μεγάλα ώστε να προκαλέσουν το σοβαρό ενδιαφέρον των πολυεθνικών πετρελαϊκών εταιρειών. Αυτοί οι πολυεθνικοί γίγαντες, συνέχιζε το αφήγημα, θα κινητοποιούσαν την πολιτική επιρροή τους στις ΗΠΑ και θα ενεργοποιούσαν την αμερικανική ισχύ εναντίον οποιασδήποτε τουρκικής διεκδίκησης. Την ίδια στιγμή, κυβερνήσεις, επιστημονικά συνέδρια και δεξαμενές σκέψης διακινούσαν το επιχείρημα ότι το φυσικό αέριο Κύπρου, Ισραήλ και Ελλάδας θα αποτελούσε σοβαρό παράγοντα μείωσης της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο. Τελικά τα κοιτάσματα της Κύπρου είναι τόσο μικρά που δεν μπορούν να συντηρήσουν ούτε ένα εργοστάσιο υγροποίησης αερίου στο νησί, ενώ τα κοιτάσματα του Ισραήλ, αν και σαφώς μεγαλύτερα, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν άξια λόγου εναλλακτική πηγή αερίου για τις ευρωπαϊκές ανάγκες. Ενδιαφέρον από πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες υπήρξε αλλά τελικά το κοίτασμα δεν ήταν τέτοιο ώστε να οδηγήσει σε αμερικανική αποτροπή των τουρκικών επιθετικών ενεργειών. Άλλα ζητήματα, όπως οι ρωσικοί πύραυλοι S-400, η σύλληψη του πάστορα Andrew Brunson και η παραμονή του Φετουλάχ Γκιουλέν στις ΗΠΑ υπήρξαν τα γεγονότα που προκάλεσαν σημαντικές τριβές στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας και όχι οι τουρκικές παραβιάσεις της κυπριακής κυριαρχίας.
Ο δεύτερος ευσεβής πόθος ήταν η κατασκευή του αγωγού EastMed. Πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικά δύσκολο να κατασκευαστεί λόγω του ιδιόμορφου βυθού της Ανατολικής Μεσογείου, και γι’ αυτό εξαιρετικά δαπανηρό. Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο έργο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί οικονομικά στα ήδη γνωστά κοιτάσματα της Κύπρου και του Ισραήλ. Γι’ αυτό και, παρά την ένταξή του στα ευρωπαϊκά έργα υποδομής και τη μελέτη βιωσιμότητας που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ, δεν βρέθηκε ποτέ χρηματοδότης και η κύρια χώρα υποδοχής του αερίου, η Ιταλία, δεν προσχώρησε ποτέ ουσιαστικά στο έργο αυτό. Η Αίγυπτος, που είναι η κύρια παραγωγός φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν επέδειξε ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συμμετοχή καθώς έχει εκτεταμένες εγκαταστάσεις υγροποίησης αερίου και ίσως έβλεπε το έργο ως ανταγωνιστικό των δικών της εξαγωγών.
Το Ισραήλ από την αρχή των συζητήσεων προέκρινε τη λύση της διέλευσης του αερίου μέσω αγωγού από την Κύπρο και την μεταφορά του με υποθαλάσσιο αγωγό (πολύ μικρότερης απόστασης από τον EastMed) στην Τουρκία και τη διοχέτευσή του στην ολοένα διευρυνόμενη τουρκική αγορά. Πρόκειται για το πιο ορθολογικό οικονομοτεχνικά σενάριο που όμως προϋπέθετε είτε την επίλυση του Κυπριακού και την επανένωση του νησιού ή μια ad hoc διευθέτηση που θα νομιμοποιούσε την τουρκική κατοχή της βόρειας Κύπρου. Όταν αυτό το σενάριο απορρίφθηκε, το Ισραήλ δεν είχε πια ενδιαφέρον για το έργο. Δεν ήταν όμως ανόητο να αποχωρήσει από τον σχεδιασμό ενός έργου που δεν του κόστιζε τίποτε ενώ του πρόσφερε μια στενή σχέση με Λευκωσία και Αθήνα που θα ήταν αδιανόητη στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τώρα στρέφεται προς ρεαλιστικότερες λύσεις, όπως η συνεργασία με την Αίγυπτο για την εξαγωγή του αερίου του, παρακάμπτοντας την Κύπρο.
Στη βάση των δύο παραπάνω χτίστηκε ο τρίτος ευσεβής πόθος. Πρόκειται για την πεποίθηση ότι η Κύπρος θα μπορεί ανενόχλητη να προβεί στην έρευνα και την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της καθώς το Τελ Αβίβ και η Ουάσιγκτον δεν θα επέτρεπαν την εκδήλωση πραγματικών τουρκικών απειλών. Μάλιστα, πήγαιναν ένα βήμα παραπέρα θεωρώντας ότι η ανεύρεση των κοιτασμάτων και ο πακτωλός που θα προέλθει από την εκμετάλλευσή τους, θα πιέσουν την τουρκοκυπριακή πλευρά να προσέλθει σε ουσιαστική διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού. Οι εκτιμήσεις αποδείχθηκαν λάθος. Η Τουρκία προέβη στις πιο σοβαρές παραβιάσεις στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε πρώτη από το 1974 αμφισβήτηση του εδαφικού status quo στα Βαρώσια χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Σήμερα μάλιστα προσέρχεται στις πενταμερείς συνομιλίες με δηλώσεις για συνομοσπονδία, δηλαδή για χωριστά κράτη στο νησί.
Η Άγκυρα βρήκε μάλιστα ευκαιρία να προβάλει όλες τις αξιώσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο και να προχωρήσει στην παράνομη αλλά ισχύουσα συμφωνία χάραξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με την κυβέρνηση της Τρίπολης στη Λιβύη. Θέτει υπό de facto απαγόρευση την έρευνα και την εκμετάλλευση για υδρογονάνθρακες στην περιοχή ανατολικά της Ρόδου και ουσιαστικά ακυρώνει στην πράξη την ελληνική θέση περί συνορευουσών AOZ Ελλάδας και Κύπρου. Με αυτό τον τρόπο δηλώνει ότι οποιοδήποτε έργο ή πρόγραμμα συνεργασίας στην περιοχή αυτή θα πρέπει να έχει και τη δική της συναίνεση. Η στάση αυτή της Τουρκίας δεν είναι απροσδόκητη αλλά συνάδει με τη συνολική πολιτική της απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια.
Οι επιλογές των συμμαχιών απέναντι στην Τουρκία αποτελούν τον τέταρτο ευσεβή πόθο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θεώρησαν ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουν τις αντιπαλότητες της Τουρκίας με μεσανατολικές δυνάμεις προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων. Πρόκειται για σφάλμα ολκής. Μέχρι τη δεκαετία του 2000 η Ελλάδα είχε προσφέρει τις υπηρεσίες της για μεσολάβηση στην Μέση Ανατολή αλλά δεν εμπλεκόταν στα μεσανατολικές διαμάχες. Η πρωτοβουλία του Ανδρέα Παπανδρέου για την έξοδο του Αραφάτ και των Παλαιστινίων μαχητών από τη Βηρυτό και για τη συνάντηση Μιτεράν-Καντάφι, η πρωτοβουλία Κρανιδιώτη για διάλογο Ισραηλινών και Παλαιστινίων την περίοδο της ειρηνευτικής Διαδικασίας του Όσλο και οι πρωτοβουλίες του Νίκου Κοτζιά με τις Συναντήσεις της Ρόδου για την Περιφερειακή Ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο και τις Διασκέψεις για τον θρησκευτικό πλουραλισμό στη Μέση Ανατολή, αποτέλεσαν μερικά κορυφαία παραδείγματα του μεσολαβητικού αυτού ρόλου.
Εντούτοις η ελληνική στρατηγική μετά το 2009 σταδιακά εμπλέκεται στα μεσανατολικές διαμάχες και γίνεται μέρος τους. Παρέχει επιχειρησιακό πεδίο για ισραηλινές στρατιωτικές ασκήσεις που έχουν προφανή στόχο το Ιράν, μια χώρα φιλική προς την Ελλάδα, την μόνη που δέχθηκε να χορηγήσει πετρέλαιο με πίστωση την περίοδο της μνημονιακής χρεοκοπίας. Εμπλέκεται σε συμμαχίες με τα Εμιράτα και την Σαουδική Αραβία κατά του Ιράν και αναμειγνύεται στην λιβυκή σύγκρουση υιοθετώντας τον έναν ή τον άλλο πολέμαρχο. Αγνοεί το γεγονός ότι όταν αναμειγνύεσαι σε μια κρίση, όπως η λιβυκή, θα πρέπει να έχεις τα μέσα να στηρίξεις τον «ευνοούμενό» σου στο πεδίο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, αλλιώς θα βγεις χαμένος όποια πλευρά κι αν κερδίσει.
Αυτό που επίσης φαίνεται να μην έγινε κατανοητό κατά τη χάραξη αυτής της στρατηγικής είναι οι βασικοί παράγοντες που διέπουν την εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή. Ο ένας είναι το ισοζύγιο της ωμής ισχύος και ο άλλος η επιβίωση του καθεστώτος. Όλα τα άλλα, διεθνές δίκαιο, θεσμοί, κανόνες και συμφωνίες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Η Ελλάδα πρώτον, δεν μπορεί -γιατί ποτέ δεν ανέπτυξε μηχανισμούς αποικιακής ή αυτοκρατορικής διαχείρισης των διεθνών θεμάτων- και δεύτερον, δεν τη συμφέρει να επαφίεται αποκλειστικά στην ωμή ισχύ ή στη στήριξη των μεσανατολικών καθεστώτων για την επίλυση των προβλημάτων της με τους γείτονες. Η πρόσφατη επαμφοτερίζουσα στάση της Αιγύπτου απέναντι στην Τουρκία και η αλλαγή πλεύσης του Ισραήλ σχετικά με τον αγωγό επιβεβαιώνουν τα βασικά κριτήρια που διέπουν τη λήψη αποφάσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Άλλωστε, άλλες είναι οι προτεραιότητες ασφάλειας της Αιγύπτου, του Ισραήλ ή των Εμιράτων και άλλες της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ιδιαίτερη μελέτη πρέπει επίσης να γίνει και για το γεγονός ότι τη στρατηγική αυτή υποστήριξε το μεγαλύτερο μέρος της ελλαδικής και κυπριακής δημοσιογραφίας καθώς και σημαντικό μέρος των αναλυτών, σε πείσμα πολλές φορές των πραγματικών δεδομένων, όπως για παράδειγμα τα μικρά κοιτάσματα στην κυπριακή ΑΟΖ.
Όσο πιο γρήγορα απεμπλακούμε από τη μεσανατολική περιπέτεια της ελληνικής στρατηγικής και επανέλθουμε σε μεσολαβητικούς ρόλους και στη χάραξη στρατηγικής σε πεδία που έχουμε επιρροή, όπως τα Βαλκάνια και η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο το καλύτερο. Δεν υπάρχουν αυταπάτες ότι η πορεία στα δύο αυτά πεδία θα είναι εύκολη.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μας άνοιξε δρόμους αλλά η προσέγγιση της Τουρκίας με την Αλβανία και τη Βουλγαρία δείχνει ότι χρειάζεται μεθοδική δουλειά για ένα νέο πλαίσιο διαβαλκανικής συνεργασίας που θα αποτρέπει τον τουρκικό ηγεμονισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα σκληρό πεδίο ισχύος, αντιθέσεων και ανταγωνισμών, στο οποίο όμως μπορούμε να βρούμε συμμάχους, όπως όταν πετύχαμε τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα ή την είσοδο της Κύπρου στην ΕΕ.