e-αποδείξεις: Ποιοι απαλλάσσονται από τον φόρο – πέναλτι
Πέντε κατηγορίες πληγέντων από την πανδημία καθώς επίσης και όσοι είχαν συμπληρωμένο το 60ό έτος της ηλικίας τους στις 31-12-2019, δεν θα επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο εισοδήματος 22% επί του ποσού που δεν κατάφεραν να καλύψουν μέσω ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής, δηλαδή με τις λεγόμενες «e-αποδείξεις».
Για τους φορολογούμενους που δεν εξαιρούνται από το μέτρο και κατά τη διάρκεια του 2020 δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το αναγκαίο ποσοστό ηλεκτρονικών συναλλαγών προβλέπεται, ανάλογα με την περίπτωση, μερική απαλλαγή από τις ποινές του νόμου.
Σε εγκύκλιο που εξέδωσε ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) Γ. Πιτσιλής εξειδικεύονται οι όροι για την πλήρη ή μερική απαλλαγή από το πρόστιμο του 22% που επιβάλλεται σε περίπτωση μη κάλυψης του 30% του εισοδήματος του 2020 με ηλεκτρονικές πληρωμές δαπανών.
Συγκεκριμένα, κατά την εκκαθάριση των φετινών φορολογικών δηλώσεων, όσοι υπάγονται στις παρακάτω 6 κατηγορίες φορολογούμενων, εάν δεν έχουν καταφέρει να καλύψουν ποσοστό 30% του ατομικού ετήσιου εισοδήματος του 2020 μέσω ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής, δεν θα επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο εισοδήματος 22% επί του ακάλυπτου ποσού.
Ειδικότερα, οι ευνοϊκές διατάξεις για τις e-αποδείξεις εξαιρούν:
- Τους φορολογούμενους που ασκούν ατομικές εμπορικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, ατομικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και ελευθέρια επαγγέλματα που κατά τη διάρκεια του 2020 είτε αναγκάστηκαν να αναστείλουν τη λειτουργία τους είτε θεωρούνται απλά «πληττόμενοι» από τον κορωνοϊό.
- Τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες των παραπάνω περιπτώσεων, εφόσον οι συμβάσεις εργασίας τους τέθηκαν σε αναστολή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του 2020.
- Τους εργαζόμενους που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα «Συν-Εργασία», ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος
- Τους φορολογούμενους που είχαν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους στις 31 Δεκεμβρίου 2019.
- Τους ναυτικούς των οποίων η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μέσα στο 2020.
- Τους ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων που υποχρεώθηκαν να εισπράξουν ενοίκια μειωμένα κατά 40% έστω και για έναν από τους μήνες Μάιο έως Αύγουστο 2020 ή και Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2020, καθώς και όσοι εξαναγκάστηκαν να εισπράξουν ενοίκια μειωμένα τουλάχιστον κατά 30% έστω και σε έναν από τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 2020.
Κλιμακωτά πρόστιμα για τους «μη πληττόμενους»
Οι ποινές για όσους δεν κατάφεραν να καλύψουν το ποσοστό 30% του ατομικού ετήσιου εισοδήματος του 2020 με e-αποδείξεις, διαφέρουν ανάλογα το ποσοστό του εισοδήματος που έμεινε ακάλυπτο. Ειδικότερα:
Κάλυψη μεταξύ 20% - 30%: Για όσους φορολογουμένους που δεν εμπίπτουν στις παραπάνω πρόσθετες εξαιρέσεις και κατά τη διάρκεια του 2020 εξόφλησαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής δαπάνες που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεταξύ 20% και 30% του ατομικού ετήσιου πραγματικού εισοδήματος του 2020, ο επιπλέον φόρος με τον οποίο θα επιβαρυνθούν θα υπολογιστεί με συντελεστή μειωμένο κατά 50%, δηλαδή με 11% αντί με 22%, επί του ποσού που παρέμεινε ακάλυπτο.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα ίσο με 15.000€, απαιτείται να δηλώσει πραγματοποιηθείσες εντός του φορολογικού έτους 2020 δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσού τουλάχιστον 4.500€ (15.000*30%=4.500). Εάν αυτός δηλώσει δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής που ανέρχονται στο 25% (ανώτερο του 20%, αλλά υπολειπόμενου του απαιτούμενου 30%) του πραγματικού τους εισοδήματος (15.000*25%=3.750€), τότε η προσαύξηση του φόρου θα είναι ίση με 82,5€ [(4.500-3.750)*11%=82,5].
Κάλυψη μικρότερη του 20%: Για όσους φορολογουμένους δεν εξαιρούνται από το μέτρο της υποχρεωτικής κάλυψης του 30% του ετήσιου εισοδήματος με ηλεκτρονικές πληρωμές δαπανών, αλλά κατά τη διάρκεια του 2020 εξόφλησαν, με ηλεκτρονικές πληρωμές, δαπάνες που αντιστοιχούν σε ποσοστό μικρότερο του 20% του ατομικού ετήσιου πραγματικού εισοδήματος του 2020, ο επιπλέον φόρος θα υπολογιστεί κλιμακωτά ως εξής:
- με συντελεστή 22% επί του ποσού της θετικής διαφοράς μεταξύ δαπανών που εξοφλήθηκαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και του ποσού που αντιστοιχεί στο 20% του ατομικού ετήσιου πραγματικού εισοδήματος
- με συντελεστή 11% επί του ποσού της θετικής διαφοράς μεταξύ του 20% και του 30% του ατομικού ετήσιου πραγματικού εισοδήματος.
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα ίσο με 19.000 ευρώ και δηλωθείσες δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής έτους 2020 ίσες με 1.850 ευρώ (οι απαιτούμενες δαπάνες είναι 19.000*30% = 5.700€), θα επιβαρυνθεί με προσαύξηση του φόρου ίση με 638€ (429€+209€). Το πρώτο μέρος της προσαύξησης των 429€ αντιστοιχεί στο 22% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του 20% του πραγματικού εισοδήματος και του δηλωθέντος ποσού δαπανών {[(20%*19.000)-1850]*22% = 429€}. Το δεύτερο μέρος της προσαύξησης των 209€ αντιστοιχεί στο 11% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του 20% του πραγματικού εισοδήματος {[(30%*19.000)-(20%*19.000)]*11%=209€}.
Ποια εισοδήματα εξαιρούνται από τον υπολογισμό
Η ίδια εγκύκλιος προσδιορίζει και τα «έκτακτα» εισοδήματα που δεν θα συνυπολογιστούν φέτος για τον προσδιορισμό των e-αποδείξεων. Ως τέτοια εισοδήματα θεωρούνται
- οι αποζημιώσεις για απολύσεις,
- η ασφάλιση των ομαδικών ασφαλιστηρίων,
- το επίδομα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων,
- η αγροτική επιδότηση πρόωρης συνταξιοδότησης,
- η είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης ή οικονομικής ενίσχυσης, λόγω διάλυσης αλιευτικού σκάφους, καθώς επίσης και
- όλες οι έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στους φορολογουμένους αυτούς στο πλαίσιο της εφαρμογής μέτρων αντιμετώπισης του κινδύνου διασποράς του κορονοϊού.