Δήμας για ρατσισμό : «Στα λεωφορεία κρατιόμουν με τα δύο χέρια για να μην φοβούνται τις τσέπες τους»
«Έμπαινα στο σούπερ μάρκετ και έλεγαν όλοι “πρόσεξέ τον αυτόν”» δεν δίστασε να παραδεχθεί ο Πύρρος Δήμας.

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ήταν ο Πύρρος Δήμας στην συνέντευξη που έδωσε στην εκπομπή «Τετ α Τετ» μιλώντας για τον ρατσισμό που έχει βιώσει, την απώλεια της συζύγου του αλλά και για την σχέση με τα παιδιά του.
Για την γνωριμία με την πρώτη σύζυγό του και τις δύσκολες στιγμές είπε: «Είχαμε γνωριστεί το 1992. Οι γονείς της ήταν από τον Λιτόχωρο, γνωριστήκαμε σε μια συνέντευξη και από τότε ήμασταν αχώριστοι. Δεν ξέρω αν πέρασα όλα τα στάδια του πένθους. Αυτό που ξέρω είναι ότι είναι δύσκολο. Όταν έχεις χάσει το άλλο σου μισό, μπορεί να έχω πάρει 4 Ολυμπιακά μετάλλια, αν δεν ήταν δίπλα μου δεν θα είχα πάρει ούτε 1. Με στήριξε και ήταν αφανής ήρωας. Ένας άνθρωπος που είχε τόσο καλή καρδιά αλλά δεν σου χάιδευε τα αυτιά.
Η Αναστασία άντεξε σε μια αρρώστια που οι γιατροί έλεγαν 6 μήνες και άντεξε 3μιση χρόνια. Είχε έρθει Αμερική, είχαμε πάει σε γιατρούς εκεί, μας είχαν δει. Ήταν καλά, είχα κουραστεί να την κυνηγάω στα μαγαζιά. Ήταν ένας άνθρωπος που της άρεσαν τα ταξίδια και αυτό της πρόσφερα το τελευταίο διάστημα. Μέχρι που υποτροπίασε και σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Ήμουν δίπλα της όταν έφυγε. Ευτυχώς, και οι Αμερικάνοι μου είπαν φεύγεις, πας Ελλάδα, όσο χρειαστεί. Με στήριξαν τόσο πολύ από την Ομοσπονδία όλο το διάστημα.
«Το μόνο άγχος της Αναστασίας ήταν ο μικρός, οι άλλοι είχαν πάρει τον δρόμο τους. Μου είχε πει ότι ήμουν μικρός και έπρεπε να φτιάξω τη ζωή μου. Η Μαρία και ο Νικόλας ήταν σπίτι και ζορίστηκαν με όλο αυτό που πέρασαν. Ο Βίκτωρας που ήταν πιο δεμένος, ήρθε με το μυαλό να στηρίξει και όταν είδε την κατάσταση μου είπε “δεν μπορώ” και έφυγε. Είναι πράγματα που δεν μπορούμε να τα διαχειριστούμε. Θυμάμαι και κολλητούς φίλους που απομακρύνθηκαν για κάποιο διάστημα γιατί δεν ήταν εύκολο.
Τα παιδιά με κράτησαν ζωντανό, όρθιο. Όταν αρρώστησε η Αναστασία ήμουν 95 κιλά και όταν την έχασα ήμουν 120. Υπάρχουν άνθρωποι που χάνουν κιλά και εγώ έπαθα νευρική βουλιμία γιατί με ηρεμούσε, με έκανε καλά. Ήταν πολύ δύσκολο. Όλα θέλουν τον χρόνο τους, σιγά σιγά να τα χωνεύουμε μέσα μας αλλά δεν παύει ποτέ ότι τους ανθρώπους μας τους αγαπάμε και τους σκεφτόμαστε» εξομολογήθηκε.
«Στη Νέα Σμύρνη ξεκίνησαν να μπαίνουν οι πρώτες πόρτες ασφαλείας. Έμπαινα στο σούπερ μάρκετ και έλεγαν όλοι “πρόσεξέ τον αυτόν”. Με πείραζε πάρα πολύ και θυμάμαι ότι έμπαινα στα λεωφορεία και κρατιόμουν και με τα δύο χέρια για να μην φοβόντουσαν τις τσέπες τους. Είχαν ανοίξει τα σύνορα και οι φυλακές και είχαν έρθει τότε εδώ πολύ επικίνδυνοι άνθρωποι και λογικό ήταν ο κόσμος να φοβάται. Και πάνω με τα ξερά έπαιρνε και τα χλωρά, ο λαός δεν τα λέει τυχαία. Μας έπαιρνε η μπάλα όλους μας μέχρι που ήρθε η Βαρκελώνη, πήρα το μετάλλιο και άλλαξαν όχι μόνο προς εμένα αλλά και στους συμπατριώτες μας. Λες ότι είσαι Έλληνες από τη Βόρεια Ήπειρο και σου λένε ότι είναι Αλβανία» είπε για τον ρατσισμό που βίωσε.