Διαδοχή Μέρκελ: Τα μηνύματα για τη Γερμανία και την Ευρώπη
Είναι μέτριος αγορητής. Oι ομιλίες του Άρμιν Λάσετ είτε στα διάφορα πολιτικά φόρα είτε στα τηλεοπτικά σόου ανήκουν στα μεσαίας επίδρασης βαρβιτουρικά.
Το περασμένο Σάββατο (16.01.2021) ωστόσο ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας έβγαλε στο ψηφιακό συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών το λόγο της ζωής του: σπιρτόζο, παθιασμένο, διεγερτικό. Με αυτόν κατόρθωσε να κερδίσει την παράσταση και μαζί της, στην ψηφοφορία που επακολούθησε, και την προεδρία του κόμματός του.
Η νίκη του δεν άλλαξε, από πολιτική άποψη, πολλά στο μεγαλύτερο χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης. Ο Λάσετ, ανέκαθεν πιστός οπαδός της Άνγκελα Μέρκελ, δηλώνει ότι θα υπερασπιστεί με πάθος την κληρονομιά της. Πολιτιστικά όμως το φύλαξε από μια δυσάρεστη υποτροπή στα παλιά. Ο κύριος ανταγωνιστής του, ο πρώην πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών και μέχρι πρότινος πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της BlackRock, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης περιουσιών στον κόσμο, Φρίντριχ Μερτς, είναι κατάλοιπο του συντηρητικού κατεστημένου της δεκαετίας του ‘80 – αλαζονικός, εν μέρει μισογύνης, ξενόφοβος, και ομοφοβικός, καθώς και θιασώτης της (υπόρρητα ρατσιστικής) θεωρίας του καθοδηγητικού ρόλου της γερμανικής κουλτούρας (Leitkultur) έναντι εκείνης των ξένων στη Γερμανία. Τυχόν εκλογή του θα επανέφερε τη «μούχλα» που είχε απομακρύνει από τους Χριστιανοδημοκράτες η Μέρκελ στα 18 χρόνια (2000-2018) της προεδρίας της.
Η ήττα του συντηρητισμού στο συντηρητικό κόμμα της Γερμανίας δεν ήταν βέβαια πλήρης. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός, ότι και οι τρεις υποψήφιοι για την προεδρία του κόμματος ήταν άντρες (ο τρίτος ήταν ο πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Βουλής Νόρμπερτ Ρέντγκεν). Έτσι τελείωσε άδοξα η πολυθρύλητη εικοσαετία της «γυναικείας κυριαρχίας» στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών (την Μέρκελ ακολούθησε για μια περίπου διετία η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρεμπάουερ), η οποία είχε επιφέρει την εξίσωση των γυναικών με τους άντρες στην ηγεσία του συντηρητικού στρατοπέδου. Κι αυτό σε μια εποχή, κατά την οποία, λόγω της πανδημίας, η θέση των γυναικών υποβαθμίζεται παντού και ως εκ τούτου θα έπρεπε να υπάρξει γενναία ενίσχυσή της τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο. Αλλά γι’ αυτό σίγησαν και οι τρεις υποψήφιοι.
Οι λόγοι τους επικεντρώθηκαν στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Ενδιαφέρον έχει εδώ η τοποθέτηση του Λάσετ, πρώτον, επειδή ως πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, έχει δώσει ήδη ο ίδιος δείγματα γραφής στο κρατίδιό του, και δεύτερον, επειδή ως πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών και (πολύ πιθανόν) νέος καγκελάριος μετά τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβριου του 2021, θα είναι ο συνεχιστής της πολιτικής της Μέρκελ σε ομοσπονδιακή και ευρωπαϊκή κλίμακα. Και στις δυο περιπτώσεις, όπως θα φανεί παρακάτω, οι πολιτικές αυτές αποδείχθηκαν αδιέξοδες – και το ίδιο προμηνύει και η αναμενόμενη συνέχισή τους.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19 ήταν στη Γερμανία –όπως και στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες– καταρχάς καταστροφική. Για ένα κρίσιμο τρίμηνο, από τα τέλη Δεκεμβρίου του 2019, όταν χτύπησε για πρώτη φορά ο κορονοϊός, μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2020, όταν πολλαπλασιάστηκαν τα κρούσματα, δεν είχε ληφθεί (παρά τις έντονες προειδοποιήσεις των λοιμωξιολόγων) κανένα μέτρο εναντίον της – εξ ου και η ταχύτατη μετεξέλιξή της σε πανδημία.
Η αντίδραση σε αυτό ήταν σε πρώτη φάση από τη μια μέτρα κοινωνικής απόστασης (social distancing) και αυστηροί υγειονομικοί κανόνες, και από την άλλη, στο πλαίσιο ενός προσωρινού lockdown, αλλαγή παραδείγματος στην οικονομία που από νεοφιλελεύθερο μετατράπηκε δια νυχτός σε κεϋνσιανό. Μπροστά στο δίλημμα: Επιμονή στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα ή επιβίωση του συστήματος, οι κυρίαρχες ελίτ τάχθηκαν υπέρ του δεύτερου.
Η αντίδραση αποδείχθηκε καταρχάς σωτήρια: Η άμεση επέκταση (του ήδη μεγάλου) συστήματος υγείας γλίτωσε ζωές. Και οι τεράστιες επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις διέσωσαν τους ιδιοκτήτες τους και εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Αυτό προκάλεσε, μεσολαβούντος και του καλοκαιριού, δραστική μείωση των κρουσμάτων, όχι όμως εκρίζωση της αιτίας του κακού. Μπροστά στο νέο δίλημμα: Επιστροφή, μέσω της οικονομικής δραστηριότητας, στην επίτευξη κερδών ή πλήρης παραίτηση από αυτά μέσω της γενίκευσης του lockdown έως ότου περιοριστεί ο αριθμός των κρουσμάτων πρακτικά στο «μηδέν» (κάτι που πέτυχαν με αυτό τον τρόπο ορισμένες χώρες, όπως η Φινλανδία, το Βιετνάμ, κ.λπ.), οι κυρίαρχες ελίτ με επικεφαλής τη Μέρκελ έδειξαν μοιραίες και αναποφάσιστες. Με αποτέλεσμα να πελαγοδρομούν από τότε μεταξύ πότε λιγότερων και πότε περισσότερων περιοριστικών μέτρων στη βάση της αρχής: «Πρέπει να ζήσουμε με τον ιό» - έως ότου αυτός δεήσει, περί τα μέσα ή τα τέλη του 2021, να υποκύψει στη δύναμη των εμβολίων.
Η συνέχεια είναι γνωστή: Αναζωπύρωση της πανδημίας από τα μέσα Αυγούστου του 2020 με εκθετική άνοδο του αριθμού των θυμάτων και ταυτόχρονα, παρά την απρόσκοπτη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως στην βιομηχανία και το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, πρωτοφανής οικονομική ύφεση – η μεγαλύτερη από το 1929.
Αυτή την ατελέσφορη πολιτική του «ράβε-ξήλωνε» που εφαρμόζει και ο ίδιος στο κρατίδιό του, αναμένεται λοιπόν τώρα να συνεχίσει ο Άρμιν Λάσετ στη Γερμανία και την Ευρώπη. Ο λόγος του θα βρει στην τελευταία ευήκοο ους, τόσο από τις κυβερνήσεις των περισσότερων κρατών-μελών της ΕΕ όσο και από την Επιτροπή των Βρυξελλών, που έχουν παρόμοια γραμμή με τη Γερμανία (αν και δεν θα πρέπει να ξεχάσει την αντιπαράθεση γύρω από την ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης το καλοκαίρι του 2020, η οποία έληξε με ταπεινωτική ήττα της Μέρκελ από τους «frugal four» ή «τσιγκούνηδες τέσσερις», ήτοι τους ηγέτες της Αυστρίας, Ολλανδίας, Δανίας και Σουηδίας). Αλλά και στη χώρα του έχει την υποστήριξη των κυρίαρχων ελίτ, αφού αυτή εξασφαλίζει, χάρη στη χρήση του κεϊνσιανού μοντέλου, όχι απλώς την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και την ενίσχυση των ιδιωτών επιχειρηματιών με επιμέρους «δωρεάν» χρήμα. Απόδειξη, ότι από τα 900 δισεκατομμύρια ευρώ, που δόθηκαν μέχρι το καλοκαίρι του 2020 στην οικονομία, τα 600 δισ., ήτοι τα δύο τρίτα από αυτά, πήγαν κατευθείαν ως (συχνά μη επιστρεπτέες) προκαταβολές και επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις πιο μεγάλες από αυτές, όπως τις τράπεζες και τους παραγωγούς αυτοκινήτων και φαρμάκων. Στη μετά-την-πανδημία-εποχή οι ισχυρές επιχειρήσεις θα είναι λοιπόν πάλι στην ίδια, ή και σε καλύτερη κατάσταση από εκείνη προ της πανδημίας. Αυτό θα ανοίξει την όρεξη για επιστροφή στα παλιά. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι με αυτό θα συμφωνήσουν και οι Γερμανοί πολίτες, που βλέπουν πλέον από καιρό, ότι ο νεοφιλελευθερισμός και ένα πραγματικά σωτήριο σύστημα υγείας και κοινωνικής ασφάλειας είναι ασύμβατες έννοιες. Όσους καλούς λόγους και να βγάλει λοιπόν στο μέλλον ο Λάσετ θα έχει δυσκολίες να τους πείσει περί του αντιθέτου.