Δέμα: Το άγνωστο «Σινικό Τείχος» της Αθήνας και η μοίρα του
Γνωρίζατε πως η αρχαία Αθήνα είχε το δικό της «Σινικό Τείχος» που ξεκινούσε από το Όρος Αιγάλεω και έφτανε μέχρι την Πάρνηθα και είχε κατασκευαστεί προκειμένου να λειτουργεί αποτρεπτικά των επιδρομών των στρατευμάτων κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου που έλαβε χώρα πριν από 2.500 χρόνια περίπου;
Μα θα αναρωτηθείτε και τι έχει απογίνει σήμερα αυτή η γιγάντια κατασκευή;
Η απάντηση δυστυχώς είναι πως το "Τείχος Δέμα" στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα δυστυχώς βρίσκεται κυριολεκτικά πεταμένο στα σκουπίδια μιας και βρίσκεται εντός της χωματερής στα Άνω Λιόσια.
Και μπορεί να στερείται κάθε προσοχής και συντήρησης από το Ελληνικό κράτος παρόλα αυτά όμως καταφέρνει να καθηλώνει με το μέγεθος του όπως φανερώνουν τα πλάνα του Drone της ομάδας μας.
Δείτε το βίντεο των Up Stories και μάθετε όλη την ιστορία του Σινικού Τείχους της Αρχαίας Αθήνας.
Η ιστορία του
Στα βορειοανατολικά του Ασπροπύργου, γύρω στα 2,5 χιλιόμετρα δυτικά των Άνω Λιοσίων, στο στενό πέρασμα μεταξύ Αιγάλεω και Πάρνηθας, βρίσκεται εκτεταμένο αρχαίο τείχος γνωστό ως «Δέμα» ή «Δέσις». Η ονομασία αυτή δεν είναι αρχαία την επινόησαν οι κάτοικοι της περιοχής κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο, πιθανότατα στις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς το τείχος «έδενε» τα δύο βουνά, κλείνοντας τη μεταξύ τους δίοδο.
Το Δέμα είχε μήκος γύρω στα 4,5 χιλιόμετρα και είχε οικοδομηθεί προκειμένου να προστατεύει το μεγάλης στρατηγικής σημασίας πέρασμα, που οδηγούσε από τις Αχαρνές στο Θριάσιο Πεδίο. Από εκεί είχαν εισβάλει οι Σπαρτιάτες, υπό τις διαταγές του Αρχίδαμου, στο Αχαρνικό Πεδίο κατά το 431 π.Χ., το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου από τότε, το εν λόγω πέρασμα, το οποίο ο Θουκυδίδης ονόμασε «Κρωπειά», αποτέλεσε τη βασικότερη δίοδο εισβολής των πελοποννησιακών δυνάμεων στην Αττική.
Σήμερα από το πέρασμα αυτό διέρχονται σιδηροδρομική γραμμή και αυτοκινητόδρομος, που συνδέουν τα βόρεια προάστια των Αθηνών με το Θριάσιο Πεδίο.Το τείχος είχε κτιστεί από αδρά λαξευμένους πολυγωνικούς ογκόλιθους χωρίς συνδετική ύλη, ενώ τα κενά είχαν γεμιστεί από μικρότερους λίθους. Η οχύρωση δεν είναι ενιαία αποτελείται από πολλαπλά μικρά, επικαλυπτόμενα τμήματα, που δημιουργούν στενούς διαδρόμους και εισόδους με επικλινείς ράμπες πίσω τους, για εύκολη πρόσβαση στην επίπεδη κορυφή του. Το πάχος των τειχών κυμαίνεται μεταξύ των 1,5 και 2,8 μέτρων.
Στη μέση, περίπου, του μήκους του Δέματος ανοίγονταν δύο πύλες. Η βορειότερη οδηγούσε στον δήμο Οίης και η νοτιότερη στο Θριάσιο Πεδίο. Ίσως υπήρχε και τρίτη πύλη. Σε απόσταση 225 μέτρων ανατολικά του τείχους, έχει εντοπιστεί το Πίσω Τείχος, χαμηλό φράγμα από αργολιθοδομή μήκους 120 μέτρων περίπου, το οποίο βαίνει παράλληλα προς το κυρίως Δέμα.
Το συνολικό του μήκος έχει υπολογιστεί στα 200 μέτρα. Στόχος του ήταν η παρε-μπόδιση εχθρικών στρατευμάτων προς την πεδιάδα των Άνω Λιοσίων, της οποίας την ανατολική πλευρά έφραζε. Το Πίσω Τείχος οικοδομήθηκε,κατά πάσα πιθανότητα, την ίδια εποχή με το Δέμα ή λίγο αργότερα.
Πάντως, οι δύο οχυρώσεις μοιάζουν να αποτελούν μέρη του ίδιου οικοδομικού προγράμματος, καθώς το Πίσω Τείχος ενισχύει το Δέμα στο σημείο όπου το δεύτερο είναι πιο εύκολα προσπελάσιμο, και συνεπώς ευπρόσβλητο, λόγω της ομαλότητας του εδάφους. Αν και η χρονολόγηση της ανοικοδόμησης του Δέματος είναι αρκετά προβληματική, λόγω έλλειψης δεδομένων, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι την τοποθετούν στο α΄ μισό του 4ου αιώνα.
Μάλιστα, το συνδέουν με τον Βοιωτικό Πόλεμο (378-377 π.Χ.) θεωρώντας ότι κατασκευάστηκε για να λειτουργήσει ως προμαχώνας ενός μεγάλου στρατού, που θα υπερασπίζονταν πολυάριθμοι οπλίτες, ιππείς και πελταστές. Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί ότι το Δέμα δεν οικοδομήθηκε για να αναχαιτίσει τους εχθρούς που θα κινούνταν προς την πόλη των Αθηνών, αλλά για να τους καθυστερήσει. Έτσι, ο αθηναϊκός στρατός, ενημερωμένος για την εχθρική επέλαση μέσω του ταχύτατου συστήματος των φρυκτωριών, θα προλάβαινε τους επιτιθέμενους πριν φτάσουν στην πόλη. Επιπλέον, το Δέμα δεν θα επέτρεπε τη διάβαση μιας μεγάλης στρατιάς σε πλήρη σχηματισμό, διευκολύνοντας, έτσι, τις δολιοφθορές, ιδίως στην οπισθοφυλακή.