Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Αρνητική απόφαση από το ευρωπαϊκό δικαστήριο δικαιωμάτων
Έχασε τη «μάχη» στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) η Ελληνίδα που είχε προσφύγει για υπόθεση που αφορούσε σε λήψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Η απόφαση 46505/19 του ΕΔΔΑ κρίνεται ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς φαίνεται πως βάζει «ταφόπλακα» στην ελπίδα για δικαίωση χιλιάδων δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο, μετά και τη δικαίωση των τραπεζών από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το 2019.
Η υπόθεση αφορά σε Ελληνίδα από τη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε συνάψει δανειακή σύμβαση με τράπεζα, ποσού 243.225 ελβετικών φράγκων, το οποίο αντιστοιχούσε σε 150.000 ευρώ στις 10 Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου.
Ωστόσο, λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, το αρχικό δανεισθέν κεφάλαιο των 150.000 ευρώ εκτινάχτηκε στις 239.041 ευρώ έως τις 4 Φεβρουαρίου 2015, με αποτέλεσμα το ποσό το οποίο κλήθηκε να πληρώσει να υπερβαίνει υπερβολικά το ποσό που είχε δανειστεί σε ελβετικά φράγκα. Σημειώνεται ότι τη συγκεκριμένη υπόθεση είχε εξετάσει και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, λέγοντας «όχι» στο αίτημα αναίρεσης της δανειολήπτριας, η οποία ζητούσε να κριθεί ως καταχρηστικός ο όρος που προέβλεπε την αποπληρωμή των δανείων βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας με το ευρώ.
Σκεπτικό
Στο σκεπτικό του το ΕΔΔΑ εξηγεί ότι η εθνική νομοθεσία της Ελλάδας παρείχε στην προσφεύγουσα τα κατάλληλα μέσα για να διεκδικήσει τις αξιώσεις της, όπως για παράδειγμα την άσκηση αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (σ.σ.: όπως και έκανε) προκειμένου να ακυρωθεί η επίμαχη ρήτρα της δανειακής σύμβασης, ως καταχρηστική, αλλά και το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών προκειμένου να αιτηθεί την αναπροσαρμογή του προγράμματος του επίμαχου δανείου ή ακόμη και τη λύση της σύμβασης.
Επιπλέον, η δανειολήπτρια, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, θα μπορούσε να είχε ζητήσει ανά πάσα στιγμή από την τράπεζα να μετατρέψει το δάνειο σε ευρώ και θα μπορούσε να έχει ασφαλιστεί έναντι της αύξησης των μηνιαίων αποπληρωμών. Στο συμπέρασμά του το ΕΔΔΑ καταλήγει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε από το κράτος παρείχε στην προσφεύγουσα έναν μηχανισμό με τον οποίο μπορούσε να διεκδικήσει τα δικαιώματά της και έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή της.
Το δικαστήριο, περιγράφοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο συνήφθη η δανειακή σύμβαση, αναφέρει: «Ιδίως μεταξύ 2006 και 2010 οι τράπεζες χορήγησαν σε ιδιώτες δάνεια ακινήτων σε ελβετικά φράγκα. Αυτά τα συμβόλαια δανείου περιείχαν μια στερεοτυπική ρήτρα, η οποία προέβλεπε ότι η αποπληρωμή του δανείου από τον οφειλέτη θα πραγματοποιείται είτε σε ξένα νομίσματα είτε σε ευρώ, αλλά με τη συναλλαγματική ισοτιμία, έναντι του ελβετικού φράγκου, που ίσχυε κατά την ημερομηνία αποπληρωμής. Αυτή η υποχρέωση που επιβλήθηκε στους οφειλέτες από τη σύμβαση αποδείχθηκε δυσμενής για αυτούς. Αν και το 2007 η ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου ήταν περίπου 1:1,61 το 2015, λόγω της ανατίμησης, έφτασε περίπου στο 1:1,20. Αυτό σήμαινε ότι κατά την ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου του, ο οφειλέτης έπρεπε να εξοφλήσει περισσότερα ευρώ από ό,τι έλαβε με το δάνειο».
Όπως περιγράφεται από το δικαστήριο, η προσφεύγουσα ήταν ακριβώς μια τέτοια περίπτωση, η οποία όμως πλήρωνε τις δόσεις τις έως τις 26 Φεβρουαρίου 2015, όταν και αποφάσισε να κινηθεί δικαστικά, προκειμένου να αναγνωριστεί ως άκυρη και καταχρηστική η επίμαχη ρήτρα της σύμβασης.
Χρονική περίοδος
«Η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου σημειώθηκε σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης που έπληξε όλη την Ευρώπη, και ιδιαίτερα την Ελλάδα, και η οποία συνέχισε να επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης περιόδου. Μια τέτοια αλλαγή των περιστάσεων ήταν, αναμφίβολα, απρόβλεπτη τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους δανειολήπτες και για τους τελευταίους έφτασε σε βαθμό τέτοιο, ώστε να υπερβαίνει τον κίνδυνο που αναλαμβάνει ο δανειολήπτης όταν υπογράφει τη σύμβαση. Υπό κανονικές συνθήκες, κάνει μια επιλογή μεταξύ ενός σταθερού επιτοκίου ή ενός δανείου μεταβλητού επιτοκίου. Αντιμέτωπο με μια οικονομική κρίση αυτού του μεγέθους, το κράτος πρέπει να λάβει μέτρα για να αποτρέψει χιλιάδες ανθρώπους που έχουν λάβει δάνεια ακινήτων να “αντέξουν” -χωρίς να είναι υπεύθυνοι- ένα βάρος δυσανάλογο με τον κίνδυνο να χάσουν την περιουσία τους», εξηγούν οι δικαστές.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν, στην παρούσα υπόθεση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα αγνόησε τους κινδύνους που συνδέονται με τη σύναψη δανειακής συμφωνίας σε ελβετικά φράγκα κατά την αποπληρωμή διάρκειας 25 ετών. «Είχε πληρώσει ασφάλιστρα για τρία χρόνια έναντι του κινδύνου αύξησης των μηνιαίων πληρωμών των αποπληρωμών της, λόγω πιθανής αύξησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, και είχε τη δυνατότητα παράτασης αυτής της εγγύησης, κίνηση την οποία δεν έκανε. Επιπλέον, η σύμβαση δανείου προέβλεπε τη δυνατότητα για την αιτούσα να ζητήσει ανά πάσα στιγμή τη μετατροπή του νομίσματος του δανείου σε ευρώ, κάτι που δεν έκανε».
Το δικαστήριο σημείωσε ότι από το 2007 έως το 2015 η προσφεύγουσα κατέβαλλε τις μηνιαίες δόσεις της χωρίς να επικαλεστεί την αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της, λόγω της ξαφνικής αλλαγής σε διεθνές επίπεδο της ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου. Συμπερασματικά, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «το Εθνικό Δίκαιο προσέφερε στην προσφεύγουσα επαρκή μέσα για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της», ενώ αντίστοιχες δυνατότητες της προσέφερε η ίδια η δανειακή σύμβαση, με αποτέλεσμα η προσφυγή της να κριθεί ομόφωνα προδήλως αβάσιμη και να απορριφθεί.