Αυτό το Πάσχα μας ψιθύρισε «Τετέλεσται»
Τις ημέρες του Πάσχα, βλέπαμε στα κανάλια, διαβάζαμε στα sites, ακούγαμε στο ραδιόφωνο ότι «άδειασε η Αθήνα», «πρόκειται για την μεγαλύτερη έξοδο μετά την πανδημία», «η βενζίνη πάνω από τα 2 ευρώ», όλα στην σειρά τους για να βγάζουν νόημα ότι όλα πάνε καλά και, τελικά, λεφτά υπάρχουν και διάθεση για διασκέδαση υπάρχει κ.λπ., «κουβέντα να γίνεται» που λέει και ο πάνσοφος λαός. Είναι και προεκλογικές οι μέρες, άρα μια επιστροφή στην κανονικότητα πάντα έχει αξία. Έτσι γινόταν, έτσι γίνεται, έτσι θα γίνεται. Δεν είναι αυτή η είδηση. Πράγματι, ήταν μια μεγάλη έξοδος.
Η είδηση βρίσκεται αν απαντήσουμε στο ερώτημα «και τι θα έκαναν αν έμεναν Αθήνα;» Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Η φυσική ροπή του ανθρώπου είναι να επιστρέφει στον τόπο του. Για τους συγγενείς, για τους φίλους, για αυτά τα μικρά reunions που μας θυμίζουν την εποχή που ζούσαμε και δεν διεκπεραιώναμε την ζωή. Μεγάλη διαφορά.
Τούτο το Πάσχα, λοιπόν, αποφάσισα να έχω τον ρόλο του παρατηρητή των ανθρώπων-παρατηρητών, γιατί εδώ και χρόνια κάτι δεν πάει καθόλου καλά και η αλήθεια συνηθίζει να καμουφλάρεται.
Στην μικρή πόλη όπου μεγάλωσα, όπως και σε όλες τις μικρές πόλεις, την Μεγάλη Παρασκευή οι Επιτάφιοι συναντιούνται στην πλατεία ακολουθούμενοι από τους ενορίτες. Παρατήρηση πρώτη. Η πλατεία ήταν γεμάτη από ανθρώπους πριν φθάσουν οι Επιτάφιοι (πρώτη φορά τόσο φτωχικοί, που σημαίνει κάτι λίγοι ασχολήθηκαν), ακολουθούμενοι από ελάχιστους. Λίγοι στην λιτανεία, όλοι στην πλατεία σε θέση μάχης για μια φωτογραφία που θα ταξίδευε σε δευτερόλεπτα στα social. Πρώτη φορά αυτό. Έψελναν οι Ιερείς, όλοι με τα κινητά να τραβούν videos για το Instagram και το ΤικΤοκ. Κάποια στιγμή, έκανα το μεγάλο πείραμα του «αβανταδόρου». Όπως με το χειροκρότημα. Στην κορύφωση της τελετής και της Λειτουργίας, κάνω τον σταυρό μου, όπως πάντα. Κοιτάζω γύρω μου, κανείς. Όλοι στα κινητά. Ξανακάνω. Τίποτα. Πάω πιο πέρα μέσα στο πλήθος. Τίποτα. Πλήρης απουσία συναισθηματικού δεσμού με το δρώμενο. Κάπου κάπου, κάποιος κάποια, έκανε τον σταυρό του. Ούτε 5%. Πέρυσι ήταν 75%.
Πάμε Μεγάλο Σάββατο, Αναστάσιμη Λειτουργία, πλανάται το ερώτημα, «που είναι όλοι αυτοί που κατέβηκαν»; Μέσα στην εκκλησία, έξω από την εκκλησία και πάλι οι λιγότεροι σταυροί που έχω δει στην ζωή μου. Οι μετέχοντες συγκαταβατικοί παρατηρητές. Οι λοιποί σπίτια τους. Που σημαίνει έφυγαν από την Αθήνα γιατί απλά δεν μπορούσαν να κάνουν Πάσχα εκεί ή δεν είχαν χρήματα να πάνε σε νησί. Το 90% διεκπεραίωνε το έθιμο και ναι, σέλφι μέσα στην εκκλησία. Μέσα μου είπα «Τετέλεσται». Η αγορά; Από Μεγάλη Πέμπτη μέχρι και Δευτέρα του Πάσχα, άδεια τα καφέ, μόνο λίγοι φοιτητές στα «ορθάδικα». Οι έμποροι ρωτούσαν μέχρι το Μεγάλο Σάββατο ο ένας τον άλλο αν μπήκε πελάτης. Πουθενά. Μόνο στα super markets κι αυτά λίγα πράγματα. «Τετέλεσται» και η αγορά.
Πρώτη φορά τόσοι άνθρωποι-παρατηρητές, «πρόσφυγες κατ’έθιμο». Όλοι βυθισμένοι σε μια μελαγχολία και τα χαμόγελα συγκαταβατικά. Γράφοντας αυτές τις γραμμές, συλλογίζομαι ,ήδη, το επόμενο Πάσχα. Και κάθε επόμενο Πάσχα. Η κοινωνία βυθίζεται στην απλή παρατήρηση. Μια πρωτοφανή τηλε-ιδιώτευση. Μάλλον τα φετινά χελιδόνια δεν έφεραν την άνοιξη. Μάλλον η Ανάσταση έγινε κι αυτή ατομική μας ευθύνη. Αν δεν κάνουμε κάτι, πολύ σύντομα θα πούμε όλοι το δικό μας «Τετέλεσται».
*Ο Γιώργος Κ. Παναγιώτοπουλος είναι storyteller