Αυλαία για εμβληματικό ελληνικό ζαχαροπλαστείο - «Κλείδωσα, βούρκωσα και δεν κοίταξα πίσω...»
Το «Διεθνές» υπήρξε σημείο αναφοράς για 60 χρόνια όχι μόνο για τους Έλληνες ομογενείς αλλά και για τους Αυστραλούς, στη Μελβούρνη.
Οι βιτρίνες του φιλοξενούσαν τουλούμπες, κουραμπιέδες, κοκ και κανταΐφια. Αλλά και τυρόπιτα και σπανακόπιτα, σοκολατίνες, μπακλαβάδες, λουκούμια και γαλακτομπούρεκα, σαν αυτά της Ελλάδας. Στο κέντρο της Μελβούρνης, στην καρδιά της ελληνικής παροικίας, το ζαχαροπλαστείο «Διεθνές» (International Cakes) αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους ομογενείς και όχι μόνο, για δεκαετίες.
Μια γλυκιά στάση για ένα γρήγορο ταξίδι στις γεύσεις της πατρίδας, από τη δεκαετία του ’50 ακόμα, όταν πρωτολειτούργησε ως ελληνικό καφενείο.
Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του, Βασίλης Μπατζογιάννης (Bill Batz), το τελευταίο βράδυ του Σεπτεμβρίου, φεύγοντας από το μαγαζί του, κλείδωσε πίσω του την πόρτα όπως έκανε κάθε μέρα τα τελευταία 55 χρόνια: «Έβαλα το κλειδί, το γύρισα, βούρκωσα και δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω», δήλωσε εμφανώς συγκινημένος στην ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος.
Γλυκές γεύσεις με άρωμα Ελλάδας
Το ζαχαροπλαστείο ήταν ανέκαθεν ένας τόπος συνάντησης των Ελλήνων μεταναστών. Και πολλοί από αυτούς, από το λιμάνι της Μελβούρνης όπου έφταναν με τα πλοία της γραμμής, περνούσαν από εκεί ζητώντας πληροφορίες για το πού μπορούν να μείνουν ή πού μπορούν να εργαστούν.
Απέναντι ακριβώς βρίσκεται το νοσοκομείο Queen Victoria, στο οποίο γεννήθηκαν χιλιάδες Ελληνόπουλα, με τους μπαμπάδες και τους συγγενείς να περιμένουν ανυπόμονα τα γεννητούρια στο φιλόξενο ζαχαροπλαστείο.
Δίπλα του ήταν και τα γραφεία της εφημερίδας Νέος Κόσμος, με το προσωπικό κάθε μέρα να κάνει ουρά για τον πρωινό καφέ, όπου ο Βασίλης Μπατζογιάννης μάθαινε τα νέα της πατρίδας και της παροικίας από πρώτο χέρι.
Και στην πορεία των ετών μπορεί όλα γύρω από το ελληνικό ζαχαροπλαστείο να άλλαξαν και να έφυγαν από τον δρόμο 50-60 ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά «το Διεθνές» παρέμεινε εκεί για πάνω από μισό αιώνα, με τους ίδιους ιδιοκτήτες, να συνεχίζουν να προσφέρουν τις γλυκές γεύσεις και τη χαρακτηριστική φιλοξενία της Ελλάδας.
«Έχουμε πελάτες από παντού. Έρχεται κόσμος κάθε μέρα, που από παλιά μας γνωρίζει. Τα πιο πολλά Ελληνάκια, χιλιάδες δηλαδή, έχουν γεννηθεί εδώ απέναντι στο νοσοκομείο Queen Victoria. Αυτά τα παιδιά όλα, το θυμούνται και αγαπάνε το μέρος αυτό. Τι να σου πω; Έρχονται με τόσο σεβασμό στο μαγαζί μας –είναι μεγάλοι άνθρωποι τώρα– και με αποκαλούν ακόμα “θείο”. Αγαπάνε το μαγαζί για την ιστορία του», δήλωσε κατασυγκινημένος ο Βασίλης Μπατζογιάννης στον Νέο Κόσμο.
«Αυτό το μαγαζί το αγάπησα από την πρώτη στιγμή γιατί είχε το ελληνικό στοιχείο. Ήταν σαν να ήμουν στην πατρίδα. Εδώ ήτανε Ελλάδα!» συμπλήρωσε.
«Γιατί ήμουν Έλληνας, και παρέμεινα Έλληνας – δεν έγινα ποτέ Αυστραλός. Αγαπούσα τους Έλληνες, τη ράτσα μου, είναι ωραίος κόσμος. Και εδώ στο μαγαζί υπήρχε τεράστιο σέβας. Στα 55 χρόνια δεν προέκυψε ποτέ κάποιο περιστατικό. Οι Έλληνες είναι περήφανος κόσμος. Είναι ωραίοι πελάτες, οι καλύτεροι πελάτες που μπορείς να έχεις.
»Εδώ άκουγες ελληνικές φωνές μέσα και έξω, ήτανε το κάτι άλλο. Τώρα πια δεν υπάρχουν Έλληνες εδώ, καθώς από το ’90 και μετά ανέβηκαν τα ενοίκια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο ελληνισμός άρχισε να εξαπλώνεται και δεν ήταν εύκολο να κατέβουν στην πόλη για το παραμικρό. Στην πόλη θα ερχότανε κάποτε μόνο για καφέ. Τώρα πρέπει να περάσεις τις λεωφόρους, θέλεις χρόνο, και να βρεις και να παρκάρεις. Όπως άρχισαν να ζούνε πιο έξω από τη Μελβούρνη, έτσι άρχισαν και αυτές οι επιχειρήσεις να φεύγουν από το κέντρο και ο ελληνισμός άρχισε να αφομοιώνεται μέσα στο αυστραλιανό περιβάλλον», επισημαίνει, αναλογιζόμενος τις αλλαγές που βίωσε η περιοχή μέσα στις δεκαετίες.
Συνέταιροι για 45 χρόνια
Τα παιδιά του εργάστηκαν κι αυτά στο «Διεθνές». «Οι δυο μου κόρες κατά περιόδους. Αλλά του συνεταίρου μου ο γιος ακόμα εργάζεται εδώ. Έχω έναν συνέταιρο εδώ και 45 χρόνια, τον Μανώλη Γιοβάνογλου. Και με τον Μανώλη τα βρήκαμε. Για να σιγουρέψουμε την επιχείρησή μας, αγοράσαμε το κτήριο για να μην μπορεί κανείς να μας κουνήσει από εδώ. Δουλέψαμε όσο θέλαμε να δουλέψουμε, και πριν από 4-5 χρόνια πουλήσαμε το κτήριο με σκοπό να βγούμε στη σύνταξη. Κι εκεί που τα κανονίσαμε, ήρθε ο Covid που μας κράτησε εδώ για λίγα χρόνια ακόμα».
Όταν (πριν από πέντε χρόνια) ο Μανώλης Γιοβάνογλου αρρώστησε και αναγκάστηκε να αποσυρθεί, έψαξαν να βρουν κάποιον να συνεχίσει την επιχείρηση, αλλά στάθηκε αδύνατο. Ο Βασίλης Μπατζογιάννης συνέχισε, αλλά όπως δήλωσε και ο ίδιος, δεν μπορεί πια να αντεπεξέλθει.
«Αν και έχω βαριά καρδιά που φεύγω δηλαδή…», λέει ο κ. Βασίλης συγκινημένος. «Γιατί θα αφήσω τόσο κόσμο που θα είναι δυσαρεστημένος. Το λέω σε Αυστραλούς πελάτες μου και μου λένε πόσο θα τους λείψει.. με ρωτάνε “πού θα πας;”».
Είναι πολλοί που έρχονται κάθε μέρα, άνθρωποι από παλιά, όχι μόνο Έλληνες αλλά και Αυστραλοί, που μπαίνουν στο μαγαζί λες και είναι το σπίτι τους…
«Από τότε που έμαθαν ότι κλείνουμε, έρχονται και αγοράζουν όλα τα κέικ μας… Έχουν μεγαλώσει εδώ… Είχα τους πιο γλυκούς πελάτες» αναφέρει χαρακτηριστικά.