Στην αναφορά που συνέταξαν μετά την ερευνητική αποστολή τους, από 1 έως 15 Δεκεμβρίου 2021, κατά την οποία συναντήθηκαν με δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς και θεσμικούς παράγοντες, ασχολούνται με τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, την προσπάθεια ελέγχου των ειδήσεων, τις απειλές σε ρεπόρτερ που καλύπτουν θέματα όπως το προσφυγικό και διαδηλώσεις, αλλά και τις νομικές απειλές κατά δημοσιογράφων.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης
Η δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ αποτελεί το «ναδίρ» για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα και συγκέντρωσε τη διεθνή προσοχή στα σημαντικά προβλήματα της χώρας όσον αφορά την ασφάλεια των δημοσιογράφων. Σε αντίθεση με τις υποσχέσεις των αρχών, η πρόοδος των ερευνών εμφανίζεται αργή και στερείται στοιχειώδους διαφάνειας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη χρονοβόρα έρευνα για τις απειλές κατά του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη, δημιούργησε ένα ανατριχιαστικό αποτέλεσμα και οδήγησε σε δυσπιστία ως προς την ικανότητα ή την προθυμία της κυβέρνησης να προστατεύσει τη δημοσιογραφική κοινότητα. Η συστημική κρίση που πλήττει την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να «ελέγξει το μήνυμα» και να φιμώσει τις επικριτικές και αντίθετες φωνές. Αυτό έχει συμβάλει σε μια πολιτικά πολωμένη και κατακερματισμένη αγορά μέσων ενημέρωσης. Οι εφημερίδες και οι μεμονωμένοι δημοσιογράφοι που βρίσκονται ιδεολογικά στο πλευρό της αντιπολίτευσης ή τηρούν ουδέτερη στάση, γίνονται από την κυβέρνηση αντικείμενο άνισης μεταχείρισης, υπονομεύοντας τις δημοσιογραφικές τους δραστηριότητες. Αυτό έχει επιδεινωθεί περαιτέρω από την έλλειψη διαφάνειας γύρω από την κατανομή της κρατικής διαφήμισης και την κατανομή της με βάση τις καθιερωμένες κομματικές γραμμές. Το ρεπορτάζ σχετικά με την εφαρμογή της μεταναστευτικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των απωθήσεων (pushbacks) και άλλων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα της ΕΕ, γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Οι παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι συνδέονται με την περιοριστική μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης και την απροθυμία της να δεχτεί τον δημόσιο έλεγχό της, γεγονός που οδηγεί σε εμπόδια στην ενημέρωση, όπως αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, περιορισμό της πρόσβασης, παρακολούθηση και παρενόχληση. Τα ρεπορτάζ συγκεντρώσεων και διαμαρτυριών είναι ένας άλλος ιδιαίτερα προβληματικός τομέας της δημοσιογραφικής πρακτικής στην Ελλάδα. Οι δημοσιογράφοι δέχονται επιθέσεις τόσο από τις αρχές επιβολής του νόμου όσο και από διαδηλωτές. Οι συνομιλητές μας έδωσαν παραδείγματα δημοσιογράφων που συνελήφθησαν, δέχθηκαν επιθέσεις και εμποδίστηκαν από την αστυνομία να κάνουν ρεπορτάζ κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Οι δημοσιογράφοι που ερωτήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποστολής σημείωσαν ότι δεν φορούν διακριτικά Τύπου για να αποφύγουν τις συγκρούσεις με διαδηλωτές και την περαιτέρω διακινδύνευση της ασφάλειάς τους. Υπάρχει έλλειψη πολιτικής βούλησης να διασφαλιστεί ότι οι δημοσιογράφοι θα μπορούν να μεταδίδουν με ασφάλεια ρεπορτάζ από διαδηλώσεις, γεγονός που μεταφράζεται σε έλλειψη επαρκούς προστασίας σε επιχειρησιακό επίπεδο. Οι νομικές απειλές αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των ποινικών αγωγών και των στρατηγικών αγωγών κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPPs), καθώς και της απειλής άσκησης αυτών, με στόχο κυρίως δημοσιογράφους που αναφέρονται στη διαφθορά και σε κυβερνητικά επικριτικά μέσα. Οι περιορισμένοι πόροι των Ελλήνων δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης έχουν ως αποτέλεσμα τέτοιες νομικές απειλές πιθανόν να οδηγήσουν σε αυτολογοκρισία. Η δολοφονία Καραϊβάζ
Στην έκθεση γίνεται εκτενής αναφορά στη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ. Επισημαίνεται πως «είναι αξιοσημείωτο το πόσο μικρή ήταν η κάλυψη της δολοφονίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης», ενώ «η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με την έρευνα για τη δολοφονία του Καραϊβάζ καθιστά αδύνατο να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό η έρευνα πληροί πολλά από τα κριτήρια που ορίζονται στα σχετικά πρότυπα». Στην έκθεση γίνεται μάλιστα εκτενής αναφορά στις απειλές προς τον Κώστα Βαξεβάνη και την εμπλοκή του Μένιου Φουρθιώτη. Για την «πόλωση του κατακερματισμένου τοπίου ΜΜΕ» οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι «υπό την παρούσα κυβέρνηση, η κατάληψη ΜΜΕ από επιχειρηματικά συμφέροντα αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα για τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης και το επαγγελματικό ρεπορτάζ από ό,τι στο παρελθόν, καθώς τα συμφέροντα των ιδιοκτητών και η πολιτική της κυβέρνησης συχνά ευθυγραμμίζονται, καθιστώντας δύσκολη την εύρεση ισχυρών αντιπολιτευτικών φωνών σε αυτά τα μέσα. Η διασταυρούμενη ιδιοκτησία αυτών των ολιγαρχών σε βιομηχανίες που συνδέονται με δημόσιους διαγωνισμούς έχει αυξήσει τον κίνδυνο παρέμβασης στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι αδύναμος και ότι αυτό το τμήμα του οικοσυστήματος των ΜΜΕ χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από μια φιλοκυβερνητική αφήγηση». Επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αναφέρεται στην έκθεση ξένοι ανταποκριτές αντιμετώπισαν επίσης πιέσεις. «Για παράδειγμα, η διερευνητική αποστολή έλαβε αναφορές περί (ανεπιτυχών) προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης να υπονομεύσει και να απαξιώσει τη δουλειά των ανταποκριτών με τους προϊσταμένους τους στην πατρίδα τους, γράφοντας στους αρχισυντάκτες τους για να αμφισβητήσουν την αλήθεια των ρεπορτάζ τους ή προσφέροντάς τους αποκλειστικές συνεντεύξεις με μέλη της κυβέρνησης απευθείας, παρακάμπτοντας τους τοπικούς ανταποκριτές». Για τη Λίστα Πέτσα, οι ερευνητές μιλούν για σκάνδαλο. Αναφέρουν πως «η κατανομή της κρατικής διαφήμισης στα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα πάσχει από προβληματική έλλειψη διαφάνειας. Αν και το φαινόμενο αυτό δεν είναι νέο, ένα σκάνδαλο που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 καταδεικνύει τη σοβαρότητα του προβλήματος». Εκτενέστατα είναι τα ευρήματα της αποστολής για «εμπόδια στο ρεπορτάζ από τους προσφυγικούς καταυλισμούς και άλλα μεταναστευτικά hotspots». Αναφέρεται δε στην περίπτωση της παρακολούθησης του δημοσιογράφου Σταύρου Μαλιχούδη και την «παρενόχληση» της Ολλανδής δημοσιογράφου Ίνγκεμπορ Μπέγκελ. Ο νόμος Μητσοτάκη για fake news
Αναφορικά με την ασφάλεια των δημοσιογράφων κατά την κάλυψη διαδηλώσεων, οι ερευνητές αναφέρουν ότι «η κατάσταση στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνεται σε καμία από τις ειδικές συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την προστασία και την ασφάλεια των δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων». Επισημαίνεται πως διαδηλωτές κυρίως από την ακροδεξιά απειλούν τους δημοσιογράφους, σημειώνοντας πως οι απειλές πύκνωσαν στη διάρκεια συγκεντρώσεων για την πανδημία καθώς και ότι οι επιτιθέμενοι συμμετείχαν στα συλλαλητήρια κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Στο πεδίο των νομικών απειλών κατά δημοσιογράφων, οι εκπρόσωποι των οργανώσεων επισημαίνουν τις περιπτώσεις των Γιάννας Παπαδάκου και Κώστα Βαξεβάνη, ενώ δημοσιογράφοι που μίλησαν με αυτούς, επισήμαναν πως ορισμένες φορές «αναγκάζονται να «χαμηλώσουν τους τόνους» στα ερευνητικά τους ρεπορτάζ ως συνέπεια» των νομικών απειλών εναντίον τους. Όσον αφορά, δε, τον νόμο περί fake news, που έφερε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όλοι οι δημοσιογράφοι «θεώρησαν την αλλαγή του νόμου προβληματική, καθώς είναι ενδεικτική μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης στη χώρα, καθώς η εισαγωγή περιοριστικής νομοθεσίας προτιμάται από τη διερεύνηση άλλων επιλογών για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης». Διαβάστε το πρωτότυπο: