Απόφαση «βόμβα» για το Μάτι: Απορρίφθηκαν οι ενστάσεις των κατηγορουμένων - «Σκηνικό φρίκης...»
Ανατριχιαστικές ήταν οι μαρτυρίες που ακούστηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για τη φωτιά στο Μάτι.
Στην απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων, που είχαν αθωωθεί σε πρώτο βαθμό στη δίκη για το Μάτι, προχώρησε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακολουθώντας την πρόταση της εισαγγελέως της έδρας, που έκανε αποδεκτή την κύρια και τη συμπληρωματική έφεση που άσκησε ο εισαγγελέας εφετών Σπύρος Παππάς κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Το δικαστήριο προχώρησε στην ακροαματική διαδικασία, την οποία άνοιξε με την κατάθεση τους ένας άνδρας από την Πολωνία που έχασε στη φωτιά τη σύζυγο και τον 9χρονο γιο του.
Μαρτυρίες - σοκ
Ο πρώτος μάρτυρας, υπήκοος Πολωνίας, που είχε έρθει με την οικογένειά του διακοπές στο Μάτι, περιέγραψε όσα βίωσε την ημέρα της πυρκαγιάς. Τότε που είδε για τελευταία φορά τους πιο αγαπημένους ανθρώπους που είχε στη ζωή. Όπως ανέφερε κλαίγοντας, εκείνο το απόγευμα που κύκλωσε το ξενοδοχείο η φωτιά, δεν βρέθηκε κανένας αρμόδιος ούτε από την Πυροσβεστική, ούτε από την Αστυνομία, ούτε από το Δήμο να τους βοηθήσει και οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου δεν ήξεραν να τους κατευθύνουν. Αντίθετα, όπως κατέθεσε, τους έλεγαν να μην ανησυχούν με επιχείρημα πως αφού «πετά μόνο ένα αεροπλάνο θα είναι κάποια φωτιά στο βουνό». Είπε επίσης πως αυτό που αντιμετώπισε όταν βγήκε από το γεμάτο καπνούς ξενοδοχείο, ήταν «σαν πόλεμος. Ένα τείχος φωτιάς».
Όπως είπε: «Είχα την πεποίθηση πως γινόταν διάσωση και θα τους πάει στο λιμάνι της Ραφήνας. Είδα τη γυναίκα μου να μου φωνάζει να μπω στη βάρκα αλλά φοβήθηκα μήπως από το βάρος ανατραπεί. Της είπα θα τα καταφέρω μόνος μου να φύγετε εσείς» και συνέχισε: «Τη στιγμή που τους έβλεπα για τελευταία φορά δεν υπήρχαν πολλοί καπνοί στη θάλασσα. Ήμουν σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά …Ήμουν ευτυχισμένος που εκείνοι ήταν ασφαλείς. Η πεποίθησή μου ήταν ακόμη πιο δυνατή γιατί έπλεαν δίπλα στην ακτή, άρα θεωρούσα πως δεν υπήρχε κίνδυνος».
Ο μάρτυρας μίλησε για τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να βρει την οικογένειά του περιγράφοντας ένα σκηνικό φρίκης.
«Έμεινα στην παραλία με άλλους ανθρώπους, ακούγονταν κραυγές, καίγονταν φοίνικες.. . Έπεφταν δέντρα επάνω μας…Βλέπαμε μεγάλη φωτιά εκρήξεις, καίγονταν πολλά αυτοκίνητα... Έβλεπα ανθρώπους που καίγονταν, με φωτιά πάνω τους, πολλοί στο δρόμο δεν ξέρω αν ζούσαν ή όχι…» κατέθεσε.
Ο μάρτυρας τόνισε πως ήταν μόνοι τους δεν υπήρχε κανείς από τον κρατικό μηχανισμό για να βοηθήσει. «Όλη την ώρα προσπαθούσα να βρω ανθρώπους από τις υπηρεσίες να βοηθήσουν, δεν υπήρχε κανείς, ούτε πυροσβέστες, ούτε αστυνομία, ούτε αεροπλάνα. Μείναμε μόνοι μας».
Με δάκρυα στα μάτια ο άνδρας, που κάθε χρόνο έρχεται στο μνημόσυνο στο Μάτι «γιατί είναι δεύτερη πατρίδα μου, αφού εδώ είδα για τελευταία φορά τους δικούς μου», είπε πως κανένας από το κράτος όχι μόνο δεν βοήθησε μετά την απώλειά του, αλλά δεν του είπε καν συλλυπητήρια. «Η ζωή μου σταμάτησε το βράδυ της φωτιάς», είπε κλαίγοντας, συμπληρώνοντας πως πλέον δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς χάπια, πως δεν μπορεί να δουλέψει και περιμένει μόνο την απόφαση της Δικαιοσύνης: «Δεν έχω άλλο σκοπό στην ζωή μου».
Κλείνοντας ο μάρτυρας ανέφερε: «Περιμένω το δικαστήριό σας να κρίνει πως αυτό ήταν ένα κακούργημα και όχι μια αμέλεια» και απευθυνόμενος στο δικαστήριο είπε: «Ελπίζω ότι θα εκδώσετε μια δίκαιη απόφαση γιατί η τραγωδία δεν περιλαμβάνει μόνο τα 104 θύματα αλλά είναι και όλοι οι υπόλοιποι με τα σοβαρά εγκαύματα, αλλά και οι οικογένειες που ζουν με εφιάλτες που δεν πρόκειται να ξεπεράσουν ποτέ».
Τη δική της τραγική ιστορία για την ημέρα που έχασε τους γονείς της στο Μάτι, περιέγραψε στη συνέχεια η μάρτυρας Βασιλική Κούκλα, η οποία ενώ η φωτιά κατέβαινε προσπαθούσε να προσεγγίσει το σπίτι που έμεναν οι δύο ηλικιωμένοι.
Η μάρτυρας εξιστόρησε την αγωνιώδη προσπάθεια να φθάσει στο σπίτι, αλλά και τα αγωνιώδη τηλέφωνα στην Πυροσβεστική χωρίς να πετύχει σύνδεση. Τελικά, όπως είπε, μίλησε με το Τοπικό Τμήμα Παλλήνης για να ζητήσει βοήθεια για τους ανήμπορους γονείς της. Της είπαν πως θα επιληφθούν. «Οι γονείς μου περίμεναν τη βοήθεια από την Πυροσβεστική που δεν πήγε ποτέ.. Τους ψάχναμε στη Ραφήνα. Γύρω στις εννέα το βράδυ έφθαναν τα καΐκια. Οι άνθρωποι που έβγαιναν ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Δεν τους βρήκαμε. Στις 11 το βράδυ ήρθε το πλοίο του Λιμενικού.. ούτε εκεί ήταν. Στις πέντε τα ξημερώματα μας τηλεφώνησαν από την Αστυνομία και είπαν πως στο σπίτι δεν βρήκαν τίποτα. Στις εννέα το πρωί ο ξάδελφός μου, μού είπε πως μας ψάχνει η Πυροσβεστική γιατί βρήκαν τους γονείς μου απανθρακωμένους στην κουζίνα και πως πρέπει να πάω να υπογράψω. Όταν πήγα οι αστυνομικοί μου σύστησαν να μην μπω μέσα. Όλη μέρα είμαστε εκεί με τους γονείς απανθρακωμένους να περιμένουμε την Πυροσβεστική..
Λίγες μέρες μετά την κηδεία, τηλεφώνησαν από την Πυροσβεστική και είπαν πως έγινε κάποιο λάθος και μας έδωσαν τη σορό άλλου ανθρώπου για τον πατέρα μου. Θέλανε να γίνει εκταφή μετά συνεννόησης, χωρίς επίσημη ενημέρωση και χωρίς να γίνει επίσημη ταφή. Εννοείται αρνηθήκαμε. Έγινε εκταφή με εισαγγελική εντολή.. Και το πριν και το κατά τη διάρκεια και το μετά ήταν χωρίς κανέναν σεβασμό σε κανέναν μας. Δεν λειτούργησε τίποτε».
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει πραγματοποιήσει 6 συνεδριάσεις αλλά σε καταθέσεις μαρτύρων δεν είχε μπει ακόμα. Κι αυτό γιατί η πλευρά των κατηγορουμένων έχει υποβάλλει ενστάσεις διότι θεωρεί πως η έφεση υπέρ του νόμου είναι «απαράδεκτη» καθώς δεν έχει «ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία».
Από τους 21 κατηγορούμενους, στην αρχή της διαδικασίας, επέλεξαν να εκπροσωπηθούν από τους συνηγόρους τους και να μη βρεθούν στο δικαστήριο, ο τότε αρχηγός του Π.Σ. Σωτήρης Τερζούδης, ο υπαρχηγός Βασίλης Ματθαιόπουλος, ο τότε αξιωματικός στα εναέρια της ΕΛ.ΑΣ. Χαράλαμπος Συρογιάννης, η τότε περιφερειάρχης Ρένα Δούρου, ο τότε δήμαρχος Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης, ο τότε αντιδήμαρχος Μαραθώνα Βάιος Θαυμάσιας και ο πολίτης που του καταλογίζεται η έναρξη της ολέθριας φωτιάς Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος.