«Το πανάκριβο ελαιόλαδο ανεβάζει τις τιμές και στην εστίαση»
Η τσουχτερή τιμή στο ελαιόλαδο που δεν λέει να υποχωρήσει με τίποτα, δημιουργεί ένα ντόμινο ανατιμήσεων, αφού οι καταστηματάρχες στην εστίαση δεν μπορούν παρά να ακριβύνουν τα πιάτα που προσφέρουν στους πελάτες τους, όπως δηλώνει στο Flash.gr, η Νίκη Κωνσταντίνου, πρόεδρος του Πανελλήνιου Σωματείου Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης.
«Μετακυλίεται το κόστος στον πελάτη. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αυτό έπρεπε να γίνει και αυτό το αντιλαμβάνονται και οι καταναλωτές. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της λειτουργίας των επιχειρήσεων που δεν έχουμε απέναντί μας τους καταναλωτές, γιατί αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι ότι αυτό που συμβαίνει μέσα στα σπίτια τους, αυτό συμβαίνει και σε εμάς. Σε μια επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος».
-Κάποια πιάτα, πόσο έχουν ανέβει;
«Μπορεί να ανέβουν 2 και 3 ευρώ. Επηρεάζει πάρα πολύ αυτό. Βλέπουμε το ελαιόλαδο φέτος σε μικρή διάθεση. Η παραγωγή έχει μειωθεί. Αυτό πιέζει τις τιμές προς τα πάνω. Εμείς έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε πλέον να εξυπηρετήσουμε τον κύκλο εργασιών μας, τις θέσεις κόστους των επιχειρήσεων μας. Παρατηρώ πάρα πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες αλλάζουν ακόμα και την ταυτότητά τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αύξηση των τιμών. Μειώνουν τον κατάλογο και τα προϊόντα, τις επιλογές που δίνουν στους καταναλωτές. Είναι δύσκολα. Είναι ένα βασικό υλικό στην κουζίνα»
Την αύξηση του τιμοκαταλόγου σημειώνει και ο κ. Γιώργος Γωνιωτάκης, μέλος της Διοίκησης Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ελλάδος.
«Κακά τα ψέματα, ο καθένας με το ταμείο που έχει δεν μπορεί να αγοράσει ελαιόλαδο, ένας μεσαίος πολίτης. Αυτό έχει συνέπειες και στα καταστήματα μαζικής εστίασης που χρησιμοποιούν ελαιόλαδα. Θα αναγκαστεί ο καταστηματάρχης να αυξήσει την τιμή σε κάποια πιάτα ή να μειώσει την ποιότητα. Π.χ. στη χωριάτικη σαλάτα δεν μπορεί να βάλει άλλο έλαιο, γιατί σε έναν έλεγχο θα έχει αυστηρά πρόστιμα, βάσει της νομοθεσίας. Οπότε θα χρησιμοποιήσει ελαιόλαδο, αλλά εκεί που έκανε Α τιμή, θα κάνει Β τώρα».
Η ξέφρενη ανοδική πορεία στην τιμή του ελαιολάδου είναι ο ένας παράγοντας, μας λέει η κ. Κωνσταντίνου. Η ακρίβεια όμως που καταγράφεται συνολικά, στα λειτουργικά τους έξοδα, είναι ο λόγος που δεν τους αφήνει περιθώρια επιλογής, παρά να διαφοροποιήσουν τις τιμές στο μενού τους…
«Στην ουσία περιέχουν την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών και της ενέργειας. Και δεν είναι μόνο αυτά. Είναι όλο το φάσμα των λειτουργικών εξόδων. Αλλά δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει μόνο σε εμάς. Και οι καταναλωτές έχουν μειωμένη εμφανώς την αγοραστική τους δύναμη».
-Έχετε εικόνα τα λειτουργικά σας έξοδα, πόσο έχουν ανέβει;
Κατά μέσο όρο, έχουν τριπλασιαστεί. Γι’ αυτό και παρατηρείται κάποια αύξηση και στους τιμοκαταλόγους μας. Είμαστε σε τριπλασιασμό του κόστους των επιχειρήσεών μας, γενικότερα. Και τα ενοίκια έχουν ανέβει και η ενέργεια και οι πρώτες ύλες! Και εμείς τι κάνουμε; Φροντίζουμε για να μπορούμε να κρατήσουμε την ποιότητα, να μειώνουμε τις προτάσεις μας προς τον καταναλωτή. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Αν μια επιχείρηση πλέον περάσει σε εκπτώσεις στην ποιότητα, αυτή η επιχείρηση με μαθηματική ακρίβεια θα κλείσει».
«Οι επιχειρήσεις εστίασης βάζουν λουκέτο - Οι εργαζόμενοι φεύγουν, οικογενειακώς, στο εξωτερικό!»
Η πραγματικότητα όμως εκτός από τους πελάτες – καταναλωτές, είναι ζοφερή και για τους καταστηματάρχες στην εστίαση, σύμφωνα με την πρόεδρο του Πανελλήνιου Σωματείου Καταστημάτων και Καταναλωτών Εστίασης και Διασκέδασης, που αριθμεί 44.000 επιχειρήσεις. Άλλωστε όπως σημειώνει, η ακρίβεια έρχεται σαν «κερασάκι στην τούρτα» μετά από τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας, που προηγήθηκαν…
-Έχετε εικόνα από ανθρώπους που έχουν αναγκαστεί να κλείσουν την επιχείρησή τους;
«Έχει κλείσει το 35% των επιχειρήσεων. Είναι τραγικό. Σε διάστημα 4 χρόνων. Από το ‘20 μέχρι το ‘24. Δεν άντεξαν βιώσιμες επιχειρήσεις όλο αυτό που συνέβη. Το δε τελευταίο χρόνο, έχουμε 15% κλείσιμο επιχειρήσεων. Καθόλου καλό».
-Τον τελευταίο χρόνο λόγω της ακρίβειας;
«Λόγω της ακρίβειας ξεκάθαρα. Δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις θέσεις κόστους, οπότε αυτές οι επιχειρήσεις δημιουργούν και χρέη προς το Δημόσιο και κλείνουν, δεν μπορούν να αντέξουν. Αν δεν μπορείς να πληρώσεις και τον προμηθευτή σου, αν χρωστάς την ασφάλειά σου ή σε οποιοδήποτε δημόσιο φορέα που καλείσαι να πληρώσεις για να υφίσταται η επιχείρηση σου, κλείνεις.»
Είναι χαρακτηριστικό πως εκτός από τις επιχειρήσεις που κλείνουν, πολλοί είναι και εκείνοι που διαλέγουν το δρόμο της ξενιτιάς. Φεύγουν όπως μας λένε, κατά χιλιάδες και μάλιστα οικογενειακώς!
«Όταν ανοίγεις μια επιχείρηση, την ανοίγεις για να βιοποριστεί η οικογένειά σου. Όταν δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της η επιχείρηση, δεν μπορεί και το σπίτι σου. Πονάει αυτή η εικόνα για τον αριθμό των ανθρώπων του δούλευαν στην εστίαση και βγαίνουν στις αγορές του εξωτερικού για να βρούνε δουλειά. Αδειάζει η χώρα μας από παραγωγικούς ανθρώπους.
Εμείς μόνο σαν σωματείο μέσα σε αυτή τη χρονιά, στο ’23 έχουμε συμβάλλει στο να βρούνε δουλειά 2.500 εργαζόμενοι, στο εξωτερικό και συνήθως Βόρεια Ευρώπη. Οι Έλληνες ταΐζουν τη Γερμανία, το Βέλγιο με τα μαγαζιά τους, την Ολλανδία και την Ελβετία».
-Για τί ηλικίες μιλάμε;
«Μιλάμε για 25 μέχρι 55. Και φεύγουν και όλες οι οικογένειες. Φεύγουν οι άνθρωποι. Άσχημα πράγματα…»