Άγιος Παΐσιος: Εννέα χρόνια από την αγιοκατάταξη του ασυρματιστή του Θεού
Εννέα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την αγιοποίηση του Γέροντος Παΐσίου του Αγιορείτου. Μια απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ικανοποίησε το χριστεπώνυμο πλήθος στη συνείδηση του οποίου ο ασκητής αυτός ήταν ήδη Άγιος.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Άγιος Παΐσιος γεννήθηκε στο χωριό Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924 και ο πατέρας του Πρόδρομος Εζνεπίδης ήταν ο πρόεδρος του χωριού. Ωστόσο στο χωριό ιερέας ήταν ο μετέπειτα Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, η θεία μορφή του οποίου κατηύθυνε τα βήματα του μικρού Αρσενίου, όπως ήταν το κατά κόσμον όνομα του Αγίου Παΐσίου.
Μάλιστα μαρτυρίες που προέρχονται και από τους αδελφούς του αναφέρουν πως το κοσμικό του όνομα Αρσένιος το επέλεξε ο ίδιος ο ιερέας του χωριού λέγοντας πως ήθελε να δώσει το όνομά του στο βρέφος προβλέποντας πως όπως και εκείνος και το νεογέννητο παιδί θα γινόταν μοναχός.
Ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είχε ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι του χωριού να περάσουν στην Ελλάδα και αρχικά να μεταφερθούν στην Κέρκυρα και στη συνέχεια η οικογένεια του Αγίου Παΐσιου να καταλήξει στην Κόνιτσα της Ηπείρου.
Οι ευσεβείς και θεοσεβούμενοι γονείς του τον οδήγησαν στην αγάπη για τον Χριστό, ενώ όταν έμαθε ανάγνωση συνήθιζε να συγκεντρώνει συνομήλικούς του και να τους διαβάζει βίους Αγίων. Ταυτόχρονα αυξανόταν ο ζήλος του για την ασκητική ζωή, την οποία σχεδόν άρχισε να ακολουθεί από λαϊκός με νηστεία και άσκηση.
Ο ασυρματιστής του Θεού
Μετά το Δημοτικό σχολείο προτίμησε να μάθει την τέχνη του ξυλουργού από το να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου παρέμεινε στο χωριό προστατεύοντας την οικογένειά του μιας και αφενός δεν ήταν σε ηλικία κατάταξης και αφετέρου τα υπόλοιπα αδέλφια του είχαν επιστρατευθεί.
Όταν πήγε στο στρατό κατετάγη στο Σώμα των Διαβιβάσεων, όπου υπηρέτησε και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ωστόσο εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να προφυλάσσει τους συναδέλφους του και κυρίως όσους είχαν πίσω οικογένειες και παιδιά.
«Καλύτερα να σκοτωθώ μια φορά εγώ, παρά να σκοτωθεί ο άλλος και ύστερα να με σκοτώνει η συνείδησή μου σε όλη μου τη ζωή» έλεγε. Το γεγονός ότι υπηρέτησε στο Σώμα των Διαβιβάσεων είχε ως αποτέλεσμα μετά την αγιοκατάταξή του να ανακηρυχθεί και Άγιος - προστάτης του συγκεκριμένου Σώματος.
Η πρώτη περίοδος στο Άγιο Όρος
Σε ηλικία 29 ετών ο κατά κόσμον Αρσένιος Εζνεπίδης αναχώρησε για το Άγιο Όρος για να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή. Αφού επισκέφθηκε ορισμένα κελλιά, κατέληξε στη Μονή Εσφιγμένου, που τότε είχε κανονικές σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και τις υπόλοιπες Μονές του αγιώνυμου όρους, ενώ θεωρείτο πως είχε το αυστηρότερο τυπικό μεταξύ των Κοινοβίων.
Έξι μήνες μετά την άφιξή του στην Αθωνική Πολιτεία, έλαβε ρασοευχή και ονομάστηκε Αβέρκιος. Τρία χρόνια αργότερα αναχώρησε από τη Μονή Εσφιγμένου για την Μονή Φιλοθέου., όπου εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Παΐσιος.
Η Μονή Στομίου και το Όρος Σινά
Όπως ο ίδιος περιγράφει αν και ήταν έτοιμος να αναχωρήσει για άλλη περιοχή του Αγίου Όρους ώστε να ασκητέψει, θεία χάριτι, έλαβε πληροφορία και τελικά έφυγε για την Κόνιτσα και τη Μονή Στομίου, την οποία ανακαίνισε μέσα στα τέσσερα χρόνια που παρέμεινε εκεί.
Το 1962 αναχώρησε για το Όρος Σινά και την Μονή της Αγίας Αικατερίνης, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε ψηλά στο βουνό στο ασκητήριο των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης.
Η δεύτερη περίοδος του Αγίου Όρους
Ωστόσο τα πνευμονολογικά προβλήματα που ήδη αντιμετώπιζε σε συνδυασμό με τις δύσκολες ατμοσφαιρικές συνθήκες της περιοχής δεν του επέτρεψαν να παραμείνει εκεί για καιρό, με αποτέλεσμα να φύγει το 1964 για το Άγιο Όρος.
Το 1966 βγήκε από το Άγιο Όρος καθώς έπρεπε να χειρουργηθεί στους πνεύμονες και όταν επέστρεψε λίγο καιρό μετά εγκαταστάθηκε στην περιοχή Κατουνάκια, όπου και συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες παρά την κλονισμένη υγεία του.
Όταν μετέβη στην Μονή Σταυρονικήτα για να βοηθήσει στη μετατροπή της σε κοινόβιο, έμεινε στο κελί ενός φωτισμένου Ρώσου Μοναχού με το όνομα Τύχων. Ο μοναχός Παΐσιος τον φρόντισε ως τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής του, ενώ στη συνέχεια έμεινε για δέκα χρόνια εκείνος στο κελί, όπως του είχε ζητήσει ο παπα-Τύχων.
Τα τελευταία 14 χρόνια της ζωής του ο γέροντας Παΐσιος τα πέρασε στο κελλί Παναγούδα, το οποίο έγινε καταφύγιο για πολλούς ανθρώπους με σοβαρά προβλήματα, τους οποίους ο γέροντας βοηθούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο πάντοτε με ανιδιοτέλεια. Τις νύχτες προσευχόταν και την ημέρα άκουγε τους πιστούς που προσέτρεχαν για να τον συμβουλευτούν.
Από τον Νοέμβριο του 1993 και ως τις αρχές Ιουλίου 1994 ο γέροντας Παΐσιος έζησε λόγω του καρκίνου, τον οποίο υπέφερε αγόγγυστα, έζησε στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, όπου και παρέδωσε την αγία του ψυχή στις 12 Ιουλίου.
Η εξόδιος ακολουθία αλλά και η ταφή του έγιναν χωρίς να το γνωρίζει αρκετός κόσμος, ενώ μόλις η εκδημία του έγινε γνωστή πλήθος κόσμου συνέρρευσε στο Ησυχαστήριο, όπως συμβαίνει ακόμα και σήμερα.