Άγιος Νικόλαος Ραγκαβά: Η ιστορία του ναού που επέλεξαν Νικόλαος και Χρυσή για τον γάμο τους
Όλη η ιστορία της Αθήνας βρίσκεται συμπυκνωμένη στην αρχαιότερη, ίσως, βυζαντινή εκκλησία της πρωτεύουσας
Την πιο ιστορική εκκλησία των Αθηνών που πρωταγωνιστεί σε όλα τα μεγάλα συμβάντα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας επέλεξαν για την πιο όμορφη στιγμή της ζωής τους ο Νικόλαος Ντε Γκρες και η Χρυσή Βαρδινογιάννη. Ο ναός αναμένεται να υποδεχθεί μέλη της πρώην ελληνικής βασιλικής οικογένειας αλλά και μέλη βασιλικών οικογενειών, καθώς επίσης και την οικογένεια Βαρδινογιάννη για την τέλεση του γάμου του Νικόλαου και της Χρυσής την Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου.
Η επιλογή του ναού δεν είναι τυχαία καθώς πρόκειται για έναν από τους ιστορικότερους της πόλης των Αθηνών που πρωταγωνίστησε σε όλες τις σελίδες της βυζαντινής αλλά και σύγχρονης ιστορίας της πρωτεύουσας. Ο ναός διατηρεί ακόμα και σήμερα το ύφος της βυζαντινής εκκλησίας και εκπέμπει την λάμψη της διαδρομής του στον χρόνο.
Ο βυζαντινός αυτοκρατορικός ναός του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά βρίσκεται βορειοανατολικά της Ακρόπολης, μεταξύ των οδών Πρυτανείου και Επιχάρμου, στην περιοχή του Ριζόκαστρου (σημερινά Αναφιώτικα), κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη. Είναι μία από τις ομορφότερες και πιο αγαπημένες ιστορικές εκκλησίες της Πλάκας.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, το όνομα «Ραγκαβάς» ανήκει σε μια σημαντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας, της οποίας πιο γνωστό μέλος ήταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ (811-813).
Ο ναός χτίστηκε αρχικά τον 9ο αιώνα από τον Θεοφύλακτο, γιο και συναυτοκράτορα του Μιχαήλ Α΄, πάνω σε αρχαίο ναό. Μάλιστα, ένα ιωνικό κιονόκρανο έχει ενσωματωθεί στη βορειοανατολική πλευρά του ναού, ενώ η Αγία Τράπεζα στηρίζεται σε ένα ανεστραμμένο κιονόκρανο κορινθιακού τύπου. Μετά την καταστροφή του από άγνωστη αιτία, ξαναχτίστηκε περίπου διακόσια χρόνια αργότερα, σε μια περίοδο ακμής της Αθήνας.
Ο ναός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μεσαιωνική Αθήνα. Αρχικά ήταν ιδιωτικός, αλλά στη συνέχεια έγινε και παραμένει έως σήμερα ενοριακός.
Οι ειδικοί χρονολογούν το σημερινό κτίριο στον 11ο αιώνα (1040-1050), λόγω των αρχιτεκτονικών του χαρακτηριστικών, τα οποία μοιάζουν με εκείνα πολλών εκκλησιών της ίδιας περιόδου.
Κατά μία θεωρία, μη αποδεκτή από την πλειοψηφία των αρχαιολόγων πάντως, η αρχική εκκλησία χτίστηκε τον 9ο αιώνα μ.Χ., από τον υιό του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Α΄ Ραγκαβά, Θεοφύλακτο, πάνω σε αρχαίο ναό. Εξ’ ου και το κιονόκρανο ιωνικού ρυθμού, που απαντάται στη βορειανατολική πλευρά του σημερινού ναού και το ανεστραμμένο κιονόκρανο εξελιγμένου κορινθιακού τύπου, που στηρίζει την Αγία Τράπεζα. Ο αρχικός κατεστράφη ολοσχερώς από άγνωστη αιτία και ανηγέρθη εκ βάθρων διακόσια χρόνια αργότερα κατά την εποχή της ακμής της Αθήνας.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο σημερινός ναός χρονολογείται στον 11ο αιώνα μ.Χ., και αρχικά υπήρξε ιδιωτικός. Ανηγέρθη από την σπουδαία βυζαντινή οικογένεια των «Ραγκαβάδων», που διέμενε τόσο στην Αθήνα όσο και στην Κωνσταντινούπολη.
Επιπλέον, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου πιστεύεται ότι κατοικούσαν και εκκλησιάζοντο οι μετέπειτα αυτοκράτειρες Ειρήνη και Θεοφανώ, οι Αθηναίες, καθότι αποτελούσε το αριστοκρατικότερο τμήμα της πόλεως.
Μεταγενέστερες αλλαγές και ανακαινίσεις
Μετά τον 11ο αιώνα, ο ναός υπέστη αρκετές τροποποιήσεις και προσθήκες. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της πόλης. Η σημερινή του μορφή οφείλεται στις εργασίες συντήρησης που έγιναν το 1979-1980, κατά τη διάρκεια των οποίων αποκαλύφθηκαν πρωτότυπα στοιχεία, όπως ο τρούλος, η οροφή και η βόρεια πλευρά. Ο ναός του Αγίου Νικολάου είναι τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο.
Στη βορειοανατολική εξωτερική πλευρά του ναού είναι εμφανής η μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική διαρρύθμιση των προσόψεων. Οι μεγάλες κάθετες πλάκες τοποθετήθηκαν παράλληλα στη βάση του τοίχου, χωρίς όμως να σχηματίζουν σταυρό.
Η τοιχοποιία ακολουθεί τον πλινθοπερίκλειστο τύπο, δηλαδή έχει χρησιμοποιηθεί λαξευμένη πέτρα, περιμετρικά της οποίας τοποθετήθηκαν τούβλα. Αυτή η τεχνοτροπία είναι χαρακτηριστική του 11ου αιώνα. Επιπλέον, ενσωματώθηκαν αρχαία αρχιτεκτονικά υλικά, μια πρακτική συνηθισμένη για την εποχή.
Ένα ιδιαίτερο διακοσμητικό στοιχείο είναι οι οδοντωτές ταινίες (απλές, διπλές και τριπλές), που περιτρέχουν την εξωτερική επιφάνεια του ναού. Ο τρούλος είναι μικρός, οκταγωνικός και ανήκει στον αθηναϊκό τύπο, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός της περιόδου.
Το Παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής
Για ενοριακούς λόγους, το 1838 έγινε επέκταση του ναού με την προσθήκη του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής.
Πρόκειται για έναν μικρό, μονόκλιτο ναό με καμαροσκέπαστη οροφή. Η εσωτερική επένδυση της κεραμοσκεπούς οροφής είναι ξύλινη. Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου ανήκουν στην ίδια περίοδο.
Αργότερα, ο ναός επεκτάθηκε δυτικά με την προσθήκη νάρθηκα και κωδωνοστασίου, ενώ οι αψίδες της ανατολικής πλευράς ενώθηκαν σε ένα ενιαίο αντέρεισμα (στήριγμα).
Οι Αγιογραφίες του Ναού
Παρά τη μακρά ιστορία του, ο ναός διαθέτει λίγες αγιογραφίες, οι οποίες είναι μεταγενέστερες και φέρουν επιρροές από την κρητική σχολή.
Δεν φαίνεται να υπήρχαν τοιχογραφίες ή ψηφιδωτά από την εποχή της ανέγερσής του τον 11ο αιώνα, όπως συμβαίνει και σε άλλους ναούς της ίδιας περιόδου. Εξαίρεση αποτελούν δύο ημικυκλικές κορνίζες στο Ιερό Βήμα, που ξεκινούν από τα κιονόκρανα και καταλήγουν στην κόγχη της Πλατυτέρας.
Δεν έχουν εντοπιστεί καλυμμένες αγιογραφίες. Ωστόσο, υπάρχουν φορητές εικόνες, αφιερώματα πιστών, που κοσμούν το τέμπλο και τα προσκυνητάρια.
Στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, στο πάνω μέρος του τέμπλου, υπάρχουν μικρές ημικυκλικές εικόνες ρωσικής κατασκευής, πιθανότατα εισαγμένες από τη Ρωσία τον 19ο αιώνα.
Εντυπωσιακές είναι και δύο βυζαντινές εικόνες, μία του Αγίου Νικολάου, με χρυσό φόντο και πολλές σκηνές από τη ζωή του, και μία του Αγίου Αθανασίου. Αυτές φυλάσσονται ως κειμήλια του ναού.
Η Ιστορική Καμπάνα
Κατά την Οθωμανική περίοδο, η χρήση καμπανών απαγορευόταν. Στις 24 Μαΐου 1833, όταν τα οθωμανικά στρατεύματα παρέδωσαν την Ακρόπολη, η καμπάνα του ναού χτύπησε πανηγυρικά, σηματοδοτώντας την απελευθέρωση της Αθήνας.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο ναός του Αγίου Νικολάου ήταν ο πρώτος στον οποίο επιτράπηκε η χρήση καμπάνας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1834, όταν η κυβέρνηση μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα και ο βασιλιάς Όθωνας ενθρονίστηκε, η ίδια καμπάνα χτύπησε ξανά.
Η καμπάνα είναι κατασκευασμένη στην Κινέτα της Ιταλίας και φέρει λατινική επιγραφή που αναφέρει πως είναι έργο των αδελφών Αλεξάνδρου. Έχει ανάγλυφη παράσταση του Εσταυρωμένου, του Αποστόλου Παύλου με τη μάχαιρα (του Πνεύματος) και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας με κρίνο στο χέρι.
Ήταν επίσης η πρώτη καμπάνα που ήχησε για την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς στις 12 Οκτωβρίου 1944, κατά την έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη.
Κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, τελείται Δοξολογία στον ναό και στο τέλος, όλοι οι παρευρισκόμενοι χτυπούν την καμπάνα, αναβιώνοντας τη χαρά της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους.
Με πληροφορίες :