«Σαφάρι» της ΑΑΔΕ για 61 δισ. ευρώ - Ποιοι θα έχουν αυτόματες επιστροφές φόρων
Ψηλά μπαίνει ο πήχης των φορολογικών εισπράξεων της ΑΑΔΕ για το τρέχον έτος καθώς σύμφωνα με απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών Χάρη Θεοχάρη στόχος είναι να εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία 60,76 δισ. ευρώ από φόρους κατανάλωσης, μεταβίβασης, εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας και επιπλέον 4,25 δισ. ευρώ από μη φορολογικά έσοδα και έσοδα «υπολόγου».
Την ίδια ώρα η ΑΑΔΕ πρέπει να ανεβάσει ταχύτητες στο μέτωπο των επιστροφής φόρων και να καταβάλλει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ποσό ύψους 6,588 δισ. ευρώ από αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους και στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζει την ενεργοποίηση συστήματος αυτόματης επιστροφής με επίκεντρο το ΦΠΑ στις επιχειρήσεις.
Στην απόφαση Θεοχάρη επισημαίνεται ότι οι στόχοι είσπραξης εσόδων αλλά και επιστροφών φόρου θα πρέπει να υλοποιηθούν σωρευτικά και στο ακέραιο (ποσοστό επίτευξης 100%) και σε περίπτωση νέων παρεμβάσεων με αντίχτυπο στα έσοδα θα επαναπροσδιορισθεί ανάλογα το ύψος τους. Όσον αφορά στις πηγές εσόδων οι βασικότερες είναι ο ΦΠΑ και ο φόρος εισοδήματος.
Ειδικότερα οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ θα πρέπει να εισπράξουν:
- 24,391 δισ. ευρώ από ΦΠΑ. Οι εισπράξεις προβλέπεται να είναι αυξημένες κατά 1,16 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2023 λόγω της αυξημένης κατανάλωσης, της ακρίβειας που επιμένει ειδικά στα τρόφιμα αλλά και των μέτρων περιορισμού της φοροδιαφυγής με την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS.
- 19,69 δισ. ευρώ από φόρο εισοδήματος. Στα 11,408 δισ. ευρώ έχει υπολογιστεί ο φόρος εισοδήματος που θα πληρώσουν φέτος τα φυσικά πρόσωπα με τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους να καλούνται να καταβάλουν περισσότερους φόρους σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια λόγω του νέου τεκμαρτού τρόπου υπολογισμού των εισοδημάτων που απέκτησαν το 2023. Ο φόρος εισοδήματος για τις επιχειρήσεις προβλέπεται να ανέλθει φέτος σε 6,779 δισ. ευρώ.
- 2,453 δισ. ευρώ από τον ΕΝΦΙΑ. Τα νέα «ραβασάκια» του φόρου ακίνητης περιουσίας θα φτάσουν σε 7 εκατ. ιδιοκτήτες ακινήτων τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου. Ο ΕΝΦΙΑ φέτος θα μπορεί να εξοφληθεί σε 11 μηνιαίες δόσεις με την πρώτη να καταβάλλεται έως τις 30 Απριλίου 2024.
- 7,065 δισ. ευρώ από Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης εκ των όποιων 4,102 δισ. ευρώ θα προέλθουν από τα ενεργειακά προϊόντα και 2,237 δισ. ευρώ από καπνικά προϊόντα.
Σύμφωνα με τη χρονική κατανομή των εσόδων ο Ιούλιος και ο Αύγουστος θα είναι οι πιο δύσκολοι μήνες για τους φορολογούμενους. Τον Ιούλιο θα πρέπει να εισπραχθούν 6,7 δισ. ευρώ και 6,4 δισ. ευρώ τον Αύγουστο. Αντίθετα ο μήνας με τις χαμηλότερες φορο-εισπράξεις αλλά και τις λιγότερες φορολογικές υποχρεώσεις είναι ο Μάρτιος καθώς προβλέπεται η είσπραξη περίπου 3,79 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση Θεοχάρη:
- Κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της επίτευξης των παραπάνω στόχων θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τυχόν παράγοντες που θα επηρεάσουν την εν γένει υλοποίηση. Ειδικότερα, η λήψη μέτρων ή η διαφοροποίηση φορολογικής ή δημοσιονομικής πολιτικής μετά την κατάρτιση του Προϋπολογισμού, καθώς και τυχόν εξωγενείς παράγοντες, θα ποσοτικοποιηθούν και θα εκτιμηθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών.
- Ποσά εσόδων από μέτρα, παρεμβάσεις που δεν έχουν συνυπολογισθεί αφαιρούνται από το ποσό των εισπραχθέντων εσόδων (σε περίπτωση αύξησης των εσόδων) ή προστίθεται σε αυτό (σε περίπτωση μείωσης των εσόδων), κατόπιν ποσοτικοποιήσεων που θα εκτιμηθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών.
Συγκεκριμένα:
- α) σε περίπτωση μέτρων, παρεμβάσεων αύξησης των εσόδων, από τα εισπραχθέντα έσοδα θα αφαιρείται κατά περίπτωση το χαμηλότερο ποσό μεταξύ της αρχικής εκτίμησης και της τελικής ποσοτικοποίησης της απόδοσης των παρεμβάσεων που ελήφθησαν μετά την κατάρτιση του προϋπολογισμού, δεδομένου ότι τυχόν υπεραπόδοση αυτών οφείλεται σε ενέργειες και δράσεις της ΑΑΔΕ, ενώ τυχόν αστοχίες και υποεκτέλεση της πραγματικής απόδοσης έναντι των αρχικών εκτιμήσεων δεν αποδίδεται στην ΑΑΔΕ.
- β) σε περίπτωση μέτρων, παρεμβάσεων ή παραγόντων μείωσης των εσόδων σε σχέση με τα προϋπολογισθέντα έσοδα θα προστίθεται κατά περίπτωση το υψηλότερο ποσό μεταξύ της αρχικής εκτίμησης και της τελικής ποσοτικοποίησης της.