Άκουγες...Θεέ μου... ξόδια, κλάματα, γέρους με άσπρα μαλλιά να τρέχουν με τις παντόφλες, τα μικρά να ουρλιάζουν και η μαμά μου να λέει...«Καλά πώς θα αφήσουμε το σπίτι ;....«Θα γυρίσουμε μάνα, μην στεναχωριέσαι», με αυτά τα λόγια περιέγραφε η Εσθήρ Κοέν μια από τις επιζήσασες του Άουσβιτς τη μέρα που οι Γερμανοί ναζί, συνέλαβαν τα μέλη της Εβραϊκής Κοινότητας για το ταξίδι προς την κόλαση.
«Μας βάλαν σε φορτηγά αυτοκίνητα και πήραμε τον δρόμο της καταστροφής. Δεν μπορώ να περιγράψω...γιατί Θεέ μου; Γιατί; Τι κάναμε; Ένας Θεός είναι για όλους. Γιατί μας πονάς τόσο πολύ;», ανέφερε η ίδια που έμεινε ολομόναχη μιας και όλα τα μέλη της οικογένειάς της χάθηκαν στο κολαστήριο του Άουσβιτς, το οποίο κατελήφθη από τους Αμερικανούς σαν σήμερα πριν από 69 χρόνια.
Ένας άλλος επιζών, ο Μωσέ Αελιόν, περιγράφει την αγωνία των κρατουμένων όταν έφτασαν στο Άουσβιτς. «Περπατήσαμε 4,5 χιλιόμετρα γιατί μας πήγαν στην πόλη του Άουσβιτς και μετά με τα πόδια μέχρι το στρατόπεδο. Σε μια στιγμή είδαμε μια πόρτα μεγάλη που έγραφε «Arbeit macht frei. Μας έβαλαν στα μπλοκ που είχαν τρεις ορόφους κρεβάτια, όποιος δεν πήγαινε σε κρεβάτι τον χτυπούσαν. Την επόμενη μέρα μας σήκωσαν στις 6 το πρωί και δύο ημέρες αργότερα μας έβαλαν τον αριθμό»
«Μάθαμε ότι τους πήραν και τους έκαψαν», περιγράφει η επίσης επιζήσασα, Νίνα Νεγρίν, για τους γονείς και τα αδέλφια της, ενώ προσθέτει: «Απέναντι από το δικό μας μπλοκ ήταν το φουγάρο που ανέβαινε ο καπνός. Δεν έζησαν....εγώ γύρισα μόνο».