13.12.1995 πέθανε ο ξεχωριστός σκιτσογράφος και συγγραφέας Μποστ
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1995 πέθανε ο Μποστ ο πιο ξεχωριστός αυτοδίδακτος καλλιτέχνης μας των τελευταίων τουλάχιστον 50 χρόνων.
«Ήταν ένα περίεργο, πολυτάλαντο ον και όταν οι δημοσιογράφοι έγραφαν ότι ήταν ο νέος Αριστοφάνης, ο Μποστ απαντούσε με χιούμορ «μα ο Αριστοφάνης δεν ζωγράφιζε» και όταν τον παρουσίαζαν ως νέο Θεόφιλο, απαντούσε «μα ο Θεόφιλος δεν έγραφε θεατρικά έργα» και στη συνέχεια σχολίαζε «οι δημοσιογράφοι γράφουν ό,τι θέλουν», έχει δηλώσει ο Κώστας Μποσταντζόγλου γιος του μεγάλου σκιτσογράφου, ζωγράφου και συγγραφέα Μποστ.
«Ήταν ένας αυστηρός, άγαρμπος, βλοσυρός, ξεροκέφαλος, ευθύς, εργασιομανής, τρυφερός, ευαίσθητος, φανατικά έντιμος, βαρύς και ασήκωτος ανατολίτης. Δεν επιδίωξε να γίνει γνωστός, το ότι έγινε το θεώρησε φυσικό μιας και επιβράβευε τους κόπους μιας ζωής, αλλά μη ξέροντας και μη θέλοντας να το διαχειριστεί όλο αυτό το αντιμετώπιζε αμήχανα. Ώρες- ώρες το έβλεπε και σαν δυστύχημα. Ήταν φανατικά σεμνός και απλός, παρεξηγήσιμα χαμηλών τόνων. Θα έλεγε κανείς πως δεν ήξερε την αξία του. Την ήξερε, απλά δεν έδινε σημασία σε εφήμερα πράγματα. Προτιμούσε να είναι ένας οικογενειάρχης όπως όλοι. Να τον αγαπάει ο περίγυρός του, το σόι του και να τον εκτιμούν οι φίλοι του» συμπλήρωσε, μιλώντας στην παρουσίαση της έκθεσης «CHERCHEZ ΝΑ ΦΑΜ! Ο Μποστ του Τύπου».
Ποιος ήταν ο Μποστ
Ο Χρύσανθος Βοσταντζόγλου του Κλεόβουλου και της Ουρανίας (γνωστός ως Μέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1918.
Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής γυμνασίου, άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945 και είχε τίτλο Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών... Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι.
Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή, την οποία τότε διηύθηνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο Το μποστάνι του Μποστ, τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά - Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου Το επάγγελμα της μητρός μου (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας.
Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή. Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία «Λαϊκαί Εικόναι».
Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ομάδα, Μακεδονία, Ανεξάρτητος Τύπος, Εμπρός και Μεσημβρινή και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ταχυδρόμος, τον Θούριο, το Men's Look και τις εφημερίδες Πρωινή και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ριζοσπάστης. Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις.
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, σε συνεργασία με τον οποίο ο Μποστ έγραψε και τα κείμενα για την παράσταση "Όμορφη Πόλη" που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του 1962. Είχε προηγηθεί το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο "Δον Κιχώτης" (1961).
Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η "Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη" (1964). Ο θεατρικός λόγος του Μποστ εκφράζει την αγωνία του για τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη δίοδο της ευφυούς σάτιρας και αποτελεί καρπό δημιουργικής αφομοίωσης των διαβασμάτων του συγγραφέα αλλά και της λαϊκής ελληνικής παράδοσης. Έγραψε επίσης πεζά κείμενα και
ευθυμογραφήματα.
Παράλληλα ασχολήθηκε για χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική του δράση στο χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας.
Έθεσε αρκετές φορές υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς (1964 με την ΕΔΑ, 1981 και 1985 με το ΚΚΕ), χωρίς ποτέ να εκλεγεί. Μετά τις εκλογές του 1990, στήριζε δημοσίως την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μποσταντζόγλου, το γένος Παπαγιαννακοπούλου. Οι δυο γιοί του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής και της υποκριτικής αντίστοιχα. Πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995 σε ηλικία 77 ετών.