Έτσι απεξαρτήθηκα από τo Tik Tok - Η σύγχρονη μάστιγα των Social Media
Η Ανάνια Τζέιν δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα εθιστεί στη δημοφιλή πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Tik Tok. Η 24χρονη κοπέλα ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τα Social Media τον καιρό της πανδημίας και στην αρχή περνούσε τον χρόνο της χαζεύοντας μερικά μόνο «βιντεάκια» την ημέρα.
«Αισθανόμουν μοναξιά, ήμουν κλεισμένη στο σπίτι και έψαχνα φίλους», παραδέχεται η Ανάνια. Κάθε φορά που η νεαρή ένιωθε το συναίσθημα της μοναξιάς να την κυριεύει, η πλατφόρμα της έδινε μία ισχυρή δόση «ντοπαμίνης».
Τα αθώα βίντεο των 15 δευτερολέπτων πολλές φορές την οδηγούσαν σε δύο ώρες «σκρολαρίσματος» στο κινητό της τηλέφωνο. Σύντομα η 24χρονη παρακολουθούσε τέτοιου είδους περιεχόμενο κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων της δουλειάς ως χαλαρωτικό ή στο υπνοδωμάτιό της καθώς προσπαθούσε να κοιμηθεί. Η εφαρμογή αυτή, στο τέλος έγινε η πηγή όλων των κοινωνικών και ψυχαγωγικών της αναγκών. Ωστόσο, εξακολουθούσε να νιώθει μόνη και μάλιστα περισσότερο από ποτέ.
«Ήμουν εθισμένη στο τηλέφωνό μου, είχα τη χειρότερη δυνατή ψυχική υγεία που μπορείτε να φανταστείτε», δήλωσε η κοπέλα. Οι διαδικτυακοί της «φίλοι» ήταν άγνωστοι και όχι το είδος των ανθρώπων που θα ζητούσες να σε βοηθήσουν στην καθημερινότητά σου ή μεσούσης της νύχτας σε κάποια «έκτακτη περίσταση». Ήταν ένας φαύλος κύκλος: Το TikTok τροφοδοτούσε τη μοναξιά της, αλλά ήταν επίσης αυτό που χρησιμοποιούσε για να προσπαθήσει να την «ανακουφίσει».
Με τον καιρό ο συνάδελφός της, Άνκιτ, άρχισε να παρατηρεί πώς η Ανάνια απορροφούνταν όλο και περισσότερο στο τηλέφωνο, παραμελούσε τις ευθύνες της και «κρυβόταν» για να «σκρολάρει» στο Tik Tok. Έτσι, οργάνωσε μόνος του μία «διαμαρτυρία» για να την πείσει να διαγράψει την εφαρμογή: «Τη στιγμή που θα σκεφτείς να ανοίξεις την εφαρμογή, δώσε μου γρήγορα το τηλέφωνό σου», της είχε πει.
Τελικά 38 ημέρες αργότερα, η 24χρονη διέγραψε την εφαρμογή μιλώντας για μια «βασανιστική εμπειρία»: Έπιανε τον εαυτό της να κάθεται στο τραπέζι ανήσυχη και νευρική, χωρίς να ξέρει πώς να γεμίσει τον χρόνο της. Ξάπλωνε στο κρεβάτι τη νύχτα στριφογυρίζοντας παρέα με τη μοναξιά, που είχε τροφοδοτήσει η συνήθειά της στο TikTok που «έκαιγε» πιο έντονα από ποτέ.
Στην απλούστερη μορφή του ο εθισμός είναι το «σημείο καμπής» στο οποίο ο «καταναγκασμός μετατρέπεται σε εξάρτηση». Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που η συμπεριφορά ή η χρήση ναρκωτικών ουσιών ενός ατόμου ξεφεύγει από τον έλεγχο παρά τις βλαβερές συνέπειες. Η γραμμή μεταξύ της υπερβολικής χρήσης του τηλεφώνου και του εθισμού είναι ασαφής. Παρόλα αυτά οι ερευνητές μελετούν αυτό το ζήτημα τις τελευταίες δύο δεκαετίες και μια πρόσφατη σύνοψη όλων των επιστημονικών στοιχείων -82 μελέτες σε 150.000 συμμετέχοντες- εκτιμά ότι πάνω από το 25% των ανθρώπων παγκοσμίως έχουν «εθισμό στα κινητά τους τηλέφωνα».
Πρόσφατη έρευνα από το Pew Research Center διαπίστωσε ομοίως ότι το 95% των εφήβων έχει smartphone και σχεδόν οι μισοί ανέφεραν ότι ήταν «σχεδόν συνέχεια» στο διαδίκτυο, σε σύγκριση με το 24% πριν από σχεδόν μια δεκαετία.
Η χρήση του τηλεφώνου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υπερδιεγείρει το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου και μπορεί να πυροδοτήσει μονοπάτια παρόμοια με τον εθισμό. Ειδικοί σε θέματα ψυχικής υγείας ήταν σαφείς. Η Mandy Saligari, κλινική διευθύντρια του Charter Harley Street του Λονδίνου, παρομοίασε τη χορήγηση «έξυπνων τηλεφώνων» στα παιδιά με το «να τους δίνουμε ένα γραμμάριο κοκαΐνης», ενώ η ψυχίατρος του Stanford University Anna Lembke, περιέγραψε τα τηλέφωνα ως «τη σύγχρονη υποδόρρια βελόνα», προσφέροντας «ψηφιακή ηρωίνη» σε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας
Σε ακρόαση στο Κογκρέσο, ο γερουσιαστής Bernie Sanders περιέγραψε πώς οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης «βρίσκουν συνεχώς νέους τρόπους για να εθίσουν τους εφήβους», ενώ ο Ρεπουμπλικανός συνάδελφό του Tommy Tuberville χαρακτήρισε τα σύγχρονα τηλέφωνα ως «το μεγαλύτερο ναρκωτικό που έχουμε», πιο ισχυρό και επικίνδυνο ακόμη και από τη φαιντανύλη.
Πόσα από αυτήν τη ρητορική αποτελούν κινδυνολογία;
Τεχνικά μιλώντας, ο «εθισμός στο τηλέφωνο» δεν είναι μια πραγματική ιατρική κατάσταση, τουλάχιστον σύμφωνα με τη «βίβλο της ψυχιατρικής», το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM). Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι αν η χρήση του τηλεφώνου έχει ξεπεράσει το κρίσιμο σημείο καμπής που οδηγεί στην «κοινωνική βλάβη».
Το αν η υπερβολική χρήση του τηλεφώνου αξίζει να αποκαλείται «εθισμός» είναι κάτι περισσότερο από απλή σημειολογία ή μια συζήτηση μεταξύ ακαδημαϊκών. Με τη δημιουργία μιας νέας διάγνωσης ψυχικής υγείας, κινδυνεύουμε να παθολογικοποιήσουμε μια ατυχή αλλά φυσιολογική πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας.
Από τη μία πλευρά, μια διάγνωση θα μπορούσε να νομιμοποιήσει τον πόνο που αντιμετωπίζουν ορισμένοι άνθρωποι και να επιτρέψει τη θεραπεία. Αλλά από την άλλη, με όλο το πολιτισμικό και ιστορικό φορτίο που περιβάλλει τον «εθισμό», θα μπορούσε να παραποιηθεί η υπερβολική χρήση του τηλεφώνου ως απουσία ελεύθερης βούλησης και να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.